Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Η δύση της Δύσης; - Giorgio Agamben



Στα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί σε αυτή τη στήλη, μπαίνει συχνά το ζήτημα του τέλους της Δύσης. Σε σχέση με αυτό, καλό είναι να μην υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Δεν πρόκειται για την καρτερική –μολονότι διαυγή και πικρή– ενατένιση μιας δύσης που ο Σπένγκλερ και οι άλλοι ψευδοπροφήτες είχαν αναγγείλει εδώ και πολύ καιρό. Εκείνους δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά εκείνη η δύση, της οποίας ήταν, κατά βάθος, συνένοχοι και μέχρι που την ευχαριστιούνταν, αφού στα σακίδια και στα χρηματοκιβώτια του πνεύματός τους δεν είχε απομείνει ακριβώς τίποτα, οπότε αυτή ήταν, μπορούμε να πούμε, ο μοναδικός τους πλούτος, τον οποίο δεν ήθελαν, με οποιοδήποτε τίμημα, να αποχωριστούν. Γι’ αυτό ο Σπένγκλερ μπόρεσε να γράψει το 1917 ότι «η μοναδική επιθυμία που έχω είναι αυτό το βιβλίο να μπορέσει να σταθεί δίπλα, χωρίς να είναι εντελώς ανάξιο, των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Γερμανίας».

Για μας, αντιθέτως, ο θάνατος της Δύσης είναι η ευτυχής ουτοπία, κάτι όπως η μετακινούμενη άμμος της ερήμου, της οποίας την ελπίδα τη χρειαζόμαστε όχι για να βρούμε εκεί κάποια τροφή, αλλά για να σταθούμε πάνω της, προσμένοντας να τη ρίξουμε, με την πρώτη ευκαιρία, στα μάτια των εχθρών μας. Ο θάνατος της Δύσης δεν μας στερεί, ακριβώς, τίποτα ζωντανό και ουσιαστικό, συνεπώς η νοσταλγία είναι έξω από κάθε συζήτηση. Και η ελπίδα μας ενδιαφέρει μόνο ως ο δρόμος που μας πάει σε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζουμε, αφού το έχουμε ανέκαθεν και δεν είμαστε διατεθειμένοι να το απαρνηθούμε. Αυτή είναι η κάθετη ακτίνα φωτός, που έρχεται από τον ομοιόμορφο, ζοφερό ορίζοντα της Δύσης. Εδώ πεθαίνει μόνο όποιος είναι ήδη νεκρός, ζει μόνο όποιος είναι ήδη ζωντανός.

 

19 Φλεβάρη 2024

Αλιευθέν από τη στήλη του Τζόρτζο Αγκάμπεν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1930 ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Roberto Rup Paolini


Τον Νοέμβρη του 1990, ο Ζεράρ Γκρανέλ, ένα από τα πιο διαυγή μυαλά της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας αυτών των χρόνων, έδωσε στη New School for Social Research της Νέας Υόρκης μια διάλεξη της οποίας ο τίτλος, σαφώς ενδεικτικός, δεν παρέλειψε να προκαλέσει τις σκανδαλισμένες αντιδράσεις κάποιων ορθοφρονούντων: «Τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 είναι μπροστά μας». Αν και η ανάλυση του Γκρανέλ ήταν σαφώς φιλοσοφική, οι πολιτικές της επιπτώσεις έγιναν αμέσως αντιληπτές από τη στιγμή κατά την οποία αυτό που αποτελούσε το αντικείμενο της διερώτησής του, παρά τη φαινομενικά ανώδυνη χρονολογική παραπομπή, ήταν, απλά και ξεκάθαρα, ο φασισμός στην Ιταλία, ο ναζισμός στη Γερμανία και ο σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή οι τρεις ριζοσπαστικές πολιτικές απόπειρες «καταστροφής και αντικατάστασης με μια “νέα τάξη”, εκείνου του πράγματος το οποίο μέχρι τότε αναγνωριζόταν ως Ευρώπη». Ο Γκρανέλ ευλόγως υποστήριξε ότι η πνευματική και πολιτική ευρωπαϊκή τάξη στάθηκε τόσο τυφλή  μπροστά σε εκείνη την τριπλή καινοτομία όσο στέκεται –τη δεκαετία του 1990, αλλά και σήμερα– μπροστά στην ανησυχητική, αν και με διαφορετικό τρόπο, επανεμφάνισή της. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο Λεόν Μπλουμ, ηγέτης των Γάλλων σοσιαλιστών, είχε μπορέσει να δηλώσει, σχολιάζοντας τις γερμανικές εκλογές του Ιούλη του 1932, πως σε σχέση με τους αντιπροσώπους της παλιάς Γερμανίας, «ο Χίτλερ είναι το σύμβολο του πνεύματος της αλλαγής, της ανανέωσης και της επανάστασης», και ότι μια νίκη του φον Σλάιχερ θα του προξενούσε «μεγαλύτερη θλίψη από εκείνη του Χίτλερ». Και πώς να κρίνουμε την πολιτική οξυδέρκεια του Ζωρζ Μπατάιγ και του Αντρέ Μπρετόν, οι οποίοι, μπροστά στις διαμαρτυρίες για τη γερμανική κατοχή της Ρηνανίας, μπόρεσαν να γράψουν χωρίς να ντρέπονται: «Προτιμάμε, σε κάθε περίπτωση, την αντιδιπλωματική κτηνωδία του Χίτλερ, πιο ειρηνική εκ των πραγμάτων, από τη σαλιάρικη υπερδιέγερση των διπλωματών και των πολιτικών». Η κεντρική θέση αυτού του δοκιμίου, του οποίου προτείνω ενθέρμως την ανάγνωση, είναι ότι προκειμένου να οριστεί η εν εξελίξει ιστορική διαδικασία, τόσο της δεκαετίας του 1930 όσο και της δεκαετίας του 1990 στην οποία γράφτηκε το συγκεκριμένο δοκίμιο, αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί το πρωτείο στο αόριστο σε σχέση με το τετελεσμένο, επ’ ονόματι μιας εξέλιξης που επιδιώκει, εντελώς χωρίς όρια, την κατάργηση σε κάθε πλαίσιο –οικονομικό, επιστημονικό, πολιτισμικό– των ηθικών, πολιτικών και θρησκευτικών εμποδίων τα οποία μέχρι σήμερα, με κάποιον τρόπο, την περιόριζαν. Και, ταυτοχρόνως, επίσης μέσω των παραδειγμάτων του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού, ο Γκρανέλ έδειξε πώς μια παρόμοια διαδικασία απειροστικότητας και ολικής κινητοποίησης κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.

Χωρίς να υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της σαφώς πειστικής ανάλυσης, αυτό που προπάντων με ενδιαφέρει να επισημάνω εδώ, είναι οι αναλογίες σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Το ότι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 του 20ου αιώνα είναι ακόμη μπροστά μας δεν σημαίνει ότι σκοπεύουμε να ξαναδούμε σήμερα, με την ίδια μορφή, τα υπό συζήτηση ανώμαλα γεγονότα. Σημαίνει, μάλλον, αυτό που ο Μπορντίγκα ήθελε να εκφράσει όταν έγραψε, μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, πως οι νικητές θα είναι οι εκτελεστές της διαθήκης των ηττημένων. Παντού οι κυβερνώντες, ασχέτως χρώματος και τοποθέτησης, δρουν ως εκτελεστές εκείνης της διαθήκης, την οποία έχουν αποδεχτεί χωρίς τα χρέη της. Παντού βλέπουμε να συνεχίζεται τυφλά η ίδια απεριόριστη διαδικασία παραγωγικής μεγέθυνσης και τεχνολογικής ανάπτυξης που ο Γκρανέλ κατήγγειλε, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη, αναχθείσα απλώς στη βιολογική της βάση, μοιάζει να απαρνείται κάθε άλλη έμπνευση που δεν έχει να κάνει με τη γυμνή ζωή και, φαίνεται διατεθειμένη να θυσιάσει χωρίς επιφυλάξεις, όπως είδαμε τα τελευταία τρία χρόνια, την πολιτική της ύπαρξη. Με τη διαφορά, ίσως, ότι τα σημάδια της τύφλωσης, της απουσίας σκέψης και μιας πιθανής, επικείμενης αυτοκαταστροφής (την οποία επικαλούνταν ο Γκρενέλ), έχουν ιλιγγιωδώς πολλαπλασιαστεί. Όλα αυτά μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι μπαίνουμε –τουλάχιστον στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης– στην ακραία φάση μιας διαδικασίας που δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε με βεβαιότητα το τέλος, της οποίας, όμως, οι συνέπειες, αν η γνώση των ορίων δεν σταθεί ικανή να μας αφυπνίσει, θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.

 

15 Γενάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ - Giorgio Agamben

Η εικόνα είναι του Sergio Bianchi


Με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε πραγματικά την κοινωνία και την κουλτούρα εντός των οποίων ζούμε; Οι μεταρρυθμίσεις, μέχρι και οι επαναστάσεις, αν και μεταμορφώνουν τους θεσμούς και τους νόμους, τις σχέσεις παραγωγής και τα αντικείμενα, δεν αμφισβητούν εκείνα τα βαθύτερα στρώματα που διαμορφώνουν την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και τα οποία θα πρέπει να προσεγγίσουμε προκειμένου η αλλαγή να είναι πραγματικά ριζική. Ωστόσο, εμείς έχουμε καθημερινά την εμπειρία κάποιου πράγματος που υπάρχει με διαφορετικό τρόπο από όλα τα άλλα πράγματα και τους θεσμούς που μας περιβάλλουν, αλλά που όλα τα επηρεάζει και τα καθορίζει: αυτό είναι η γλώσσα. Ασχολούμαστε, πρωτίστως, με πράγματα γνωστά, κι όμως συνεχίζουμε να μιλάμε στον αέρα και, όπως συχνά συμβαίνει, χωρίς ποτέ να αναρωτιόμαστε τι κάνουμε όταν μιλάμε. Με αυτόν τον τρόπο είναι ακριβώς η αρχική μας εμπειρία της γλώσσας που παραμένει πεισματικά κρυμμένη και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, είναι αυτή η αδιαφανής ζώνη, μέσα και έξω από εμάς, που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και δρούμε. Η φιλοσοφία και οι γνώσεις της Δύσης, αντιμέτωπες με αυτό το πρόβλημα, πίστεψαν ότι θα  το λύσουν υποθέτοντας πως αυτό που κάνουμε όταν μιλάμε, είναι ότι ενεργοποιούμε ένα γλωσσικό σύστημα, ότι, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η γλώσσα είναι μια γραμματική, ένα λεξικό και ένα σύνολο κανόνων, προκειμένου να συντεθούν τα ονόματα και οι λέξεις σε έναν λόγο. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο καθένας γνωρίζει πως αν πρέπει κάθε φορά να επιλέγουμε συνειδητά τις λέξεις ενός λεξικού και να φτιάχνουμε από αυτές, άλλο τόσο συνειδητά, μια φράση, εμείς δεν θα μπορούμε με κανέναν τρόπο να μιλάμε. Εν τούτοις, στην πορεία της προαιώνιας διαδικασίας επεξεργασίας και διδασκαλίας, το γλωσσικό σύστημα-γραμματική έχει διεισδύσει μέσα μας και έχει γίνει ο ισχυρός μηχανισμός μέσω του οποίου η Δύση έχει επιβάλει τη γνώση και την επιστήμη της σε όλον τον πλανήτη. Ένας μεγάλος γλωσσολόγος έγραψε κάποτε ότι κάθε αιώνας έχει τη γραμματική της φιλοσοφίας του: θα ήταν άλλο τόσο σωστό, και ίσως πιο αληθινό, το αντίθετο, ότι δηλαδή κάθε αιώνας έχει τη φιλοσοφία της γραμματικής του, ότι ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνουμε τη γλωσσική μας εμπειρία σε ένα γλωσσικό σύστημα και σε μια γραμματική καθορίζει μοιραία και τις συνάψεις της σκέψης μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η διδασκαλία της γραμματικής γίνεται στο δημοτικό: το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθει ένα παιδί είναι πως αυτό που κάνει όταν μιλάει έχει μια συγκεκριμένη δομή και ότι αυτή η τάξη [ordine] πρέπει να συμμορφώνεται με τη σκέψη του. Συνεπώς είναι μόνο στον βαθμό στον οποίο καταφέρνουμε να αμφισβητήσουμε αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή, που ένας πραγματικός μετασχηματισμός της κουλτούρας μπορεί να είναι δυνατός. Οφείλουμε να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε εξ υπαρχής τι κάνουμε όταν μιλάμε πέφτοντας σε εκείνη την αδιαφανή ζώνη και να διερωτηθούμε όχι για τη γραμματική και το λεξικό, αλλά για τη χρήση που κάνουμε του σώματος και της φωνής μας, ενώ οι λέξεις μοιάζουν να βγαίνουν σχεδόν μόνες τους από τα χείλη μας. Θα δούμε, τότε, ότι σε αυτή την εμπειρία υπάρχει ένα άνοιγμα στον κόσμο και στις σχέσεις μας με τους ομοίους μας, και πως, τουλάχιστον, η εμπειρία της γλώσσας είναι, με αυτή την έννοια, η πιο ριζική πολιτική εμπειρία.

 

16 Φλεβάρη 2024, δημοσιευθέν στον ιστότοπο των ιταλικών εκδόσεων Quodibet

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Ο Μιχάλης και (στην) η κατάληψη Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου



Δεν θυμάμαι πώς μοιράστηκαν τα δωμάτια στην κατάληψη στέγης Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι τα συντρόφια μου έδωσαν ένα από τα καλύτερα (και μεγαλύτερα), το ανατολικομεσημβρινό επί της Κεραμεικού στον 1ο όροφο. Δίπλα μου, δεξιά, ήταν το δωμάτιο του Φάνη και αριστερά εκείνο του Σωκράτη (στο οποίο με είχε φιλοξενήσει το πρώτο διάστημα της παραμονής μου στην κατάληψη, μέχρι να ετοιμαστεί το δικό «μου»). Ακριβώς δίπλα από τον Σωκράτη, ήταν αυτό της Ντίνας και του Μιχάλη, του πιο «επεισοδιακού» ζεύγους του κατειλημμένου σπιτιού. Η «Κεραμεικού» υπήρξε εμβληματική στο κίνημα της αυτο-οργανωμένης στέγασης στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εμβληματική λόγω της λογικής που έβγαζε προς τα έξω, όχι μόνο ως κατάληψη στέγης αλλά και ως ένα ιδιότυπο αυτοδιευθυνόμενο κοινωνικό κέντρο, τόπος συνεύρεσης και συμβίωσης όχι μόνο των μελών του αλλά και πολλών φίλων, όλων των φύλων, που το επισκέπτονταν σε τακτική βάση, διοργανώνοντας μάλιστα εκεί κάποια κορυφαία γιορταστικά συμβάντα, όπως, για παράδειγμα, τα πρωτοχρονιάτικα πάρτι του 1991 και του 1992, από τα οποία είχε περάσει μεγάλο μέρος της τότε «κινηματικής» Αθήνας. Όμως καθώς η συλλογική λογική τέτοιου είδους μητροπολιτικών εστιών αντίστασης και αμφισβήτησης της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων είναι αλληλένδετη με την ατομική λογική των υποκειμένων που τις συγκροτούν, συνδιαμορφώνουν και συν-προβάλουν, εξίσου εμβληματικές ήταν και οι προσωπικότητες που έτυχε (;) να ζήσουν σε εκείνο το σπίτι στην «παρεκκλίνουσα» πλευρά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Ανάμεσά τους, σαφώς, ο Μιχάλης. Πατησιώτης, πρώην χουλιγκάνος του Ολυμπιακού, με την ΧΤ Γιαμάχα του, το πέτσινο μπουφάν, τα ολσταράκια παντός καιρού, πάντοτε πρώτη γραμμή στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις του «χώρου», πλήρως ενημερωμένος σε σχέση με τα μουσικά πράγματα του καιρού του (δεν άφηνε εύκολα τη θέση του στα ντεκ, ιδίως σε εκείνα τα πρωτοχρονιάτικα πάρτι που προαναφέραμε), διαβαστερός (με ιδιαίτερη κλίση στην πολιτική επιστημονική φαντασία και τα κόμικς), ικανότατος χειρωνάκτης (με αποδεδειγμένες ικανότητες στις εφαρμοσμένες γραφικές τέχνες) αλλά και επαρκώς σκεπτόμενος (αξέχαστα τα κείμενά του στο περιοδικό «Οι πειρατές της ημισελήνου», που αν και φτιαχνόταν μέσα στην κατάληψη, δεν ήταν περιοδικό της κατάληψης), μιλάμε, δηλαδή, για μια κλασική φιγούρα είτε της λεγόμενης «άγριας νεολαίας» είτε του (πιο επίκαιρου ως όρος) «σχιζοειδούς μητροπολιτικού προλεταριάτου». Όντας ικανότατος μάγειρας, ήταν εγγύηση όταν είχε βάρδια στη συλλογική κουζίνα του σπιτιού, αλλά και πάντοτε πρόθυμος (αρκεί να ξυπνούσε εγκαίρως!) να συμμετάσχει στις απαραίτητες επισκευαστικές εργασίες της κατάληψης, αρκούντως ριψοκίνδυνος για να αναλάβει μερικές από τις πιο επικίνδυνες σε ένα σπίτι που χρονολογούνταν από τον 19ο αιώνα. Ακάματος περιπλανητής, δεν υπήρχε βόλτα της «ατρόμητης» παρέας μας στη μητρόπολη που να μη συμμετείχε (είτε μηχανοκίνητη είτε με τα πόδια), η παρουσία του ήταν πάντοτε επιθυμητή (αλλά και απαραίτητη) στις εξορμήσεις των μελών της κατάληψης είτε για ντου σε συναυλίες στο «Ρόδον», είτε για την κλασική βόλτα Κεραμεικού-Φυλής και Φερρών-Βίλλα Αμαλίας-μπαρότσαρκα στα Εξάρχεια και το Θησείο-φαγητό τα ξημερώματα στην πλατεία Κουμουνδούρου, είτε στις αντιναζιστικές περιπολίες, είτε στα πάρτυ στου Στρέφη, είτε στις κινηματικές αφισοκολλήσεις, είτε στην έμπρακτη αλληλεγγύη στις καταπιεζόμενες/ους «με όλα τα απαραίτητα». Η νύχτα ήταν το φυσικό περιβάλλον του Μιχάλη αλλά ίσως και όλων μας, το πρωί μας φαινόταν κάπως αδιάφορο, είτε δουλεύαμε (όπως συνέβαινε με τις περισσότερες/ους) είτε όχι. Η πραγματική μέρα ξεκινούσε πάντοτε από το απόγευμα και μετά, όταν όλες και όλοι είχαμε επιστρέψει στο σπίτι και ετοιμαζόμασταν για τις νυχτερινές τσάρκες παντός τύπου. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία αν κάποια/ος έλειπε για κάποια δυσάρεστη αιτία από τα άτυπα ραντεβού μας, με τη μεγαλύτερη στενοχώρια που θυμάμαι να ήταν αυτή του μισο-άδειου σπιτιού λόγω των συλλήψεων των 33 αφισοκολλητών μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο το 1991 (που ανάμεσά τους ήταν ο Μιχάλης και κάμποσα άλλα μέλη της κατάληψης), ενώ μια από τις μεγάλες χαρές ήταν η εβδομαδιαία σαββατιάτικη συνέλευση του σπιτιού στο μεγάλο σαλόνι του 1ου ορόφου, που παρά τις αντιγνωμίες, τους μικροτσακωμούς και τις διαφωνίες επί παντός επιστητού, στο τέλος μετατρεπόταν σε μια μεγάλη αγκαλιά με κανονίσματα και προπόσεις. Η μικρή μας φυλή μας φαινόταν αύθραυστη, ποτέ δεν πιστέψαμε ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα χαθούμε και, στην πραγματικότητα, δεν χαθήκαμε ποτέ. Ακόμη κι αν τώρα πια λείπουν οριστικά ο Αποστόλης, ο Κωστής, ο Μιχάλης… Λείπουν όμως; Κάποια βράδια που με πιάνει νοσταλγία για τα παλιά, ιδίως όταν βρίσκομαι στο «οχυρό» μου, Πανεπιστημίου 64 (που για ένα σοβαρό διάστημα ήταν και οχυρό του Μιχάλη), μου ’ρχεται να κάνω μια βόλτα μέχρι το σπίτι της Κεραμεικού 46 και Μυλλέρου, έτσι, για να πετύχω τον Μιχάλη να παρκάρει τη μηχανή του στην αυλή του σπιτιού και να τον πάρω, μαζί με όσα από τα άλλα συντρόφια είναι διαθέσιμα, για να κάνουμε κάποια από τις παλιές μας βόλτες. Το αλλαγμένο περιβάλλον με προσγειώνει απότομα, λίγο πριν φτάσω το σπίτι ανακρούω πρύμναν. «Ε, μούσια, έχασες τον δρόμο», ακούω μια βροντερή φωνή πίσω μου, γειά σου Μιχάλη, σύντροφε του δρόμου σύντροφε για πάντα, όσα  είπαμε παλιά ισχύουν.

 

Παναγιώτης Καλαμαράς

Υ.γ Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού και συντρόφου Μιχάλη Μπαξεβάνη,  είναι του φίλτατου Γιώργου Νικολαΐδη από το Χημείο του 1985. 


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Στη μνήμη του Τόνι Νέγκρι - Giorgio Agamben


Δύο νύχτες πριν μάθω την είδηση για τον θάνατο του Αντόνιο –του Τόνι– Νέγκρι, τον ονειρεύτηκα επί μακρόν και η παρουσία του ήταν τόσο ζωντανή ώστε, όταν ξύπνησα ένιωσα την ανάγκη να του γράψω. Το μήνυμα μου στο παλιό του e-mail, που δεν χρησιμοποιούσε για χρόνια, δεν μπόρεσε να του φτάσει. Όταν μίλησα για το όνειρό μου, μια φίλη μου είπε: «Θέλησε να σε αποχαιρετίσει πριν αναχωρήσει». Παρά τις αποκλίσεις στις σκέψεις μας, που με το πέρασμα του χρόνου έγιναν πιο ξεκάθαρες, υπήρχε κάτι που πεισματωδώς μας συνέδεε, κάτι, που πάνω απ’ όλα, είχε να κάνει με τη γενναιόδωρη, ανήσυχη, λεπτολόγο ζωτικότητα, την οποία ένιωσα αμέσως όταν τον πρωτοσυνάντησα στο Παρίσι το 1987.

Με την απώλεια του Τόνι νιώθω ότι κάτι μου λείπει –μέσα μου, κάτω από τα πόδια μου, ίσως, προπάντων, πίσω μου, λες και ένα μέρος του παρελθόντος μου ξαφνικά εμφανίστηκε και χάθηκε αμέσως μετά. Και αυτό το χάσιμο δεν αφορά μόνο εμένα αλλά ολόκληρη τη χώρα μας και την ιστορία της, ολοένα και πιο πεπλανημένη, ολοένα και πιο αδαή, όπως δείχνουν οι γεμάτες μίσος νεκρολογίες, που θυμούνται μόνο τον κακό δάσκαλο και όχι την κακιά, φρικτή χώρα στην οποία έζησε και προσπάθησε, ίσως κάνοντας λάθος, να κάνει καλύτερη. Γιατί ο Τόνι, ξεκινώντας από τη μαρξιστική παράδοση στην οποία ανήκε και την οποία ίσως να επηρέασε και πρόδωσε, σίγουρα προσπάθησε να αναμετρηθεί με τη μοίρα της Ιταλίας και του κόσμου στην πιο ακραία φάση του καπιταλισμού στην οποία ζούμε, κινούμενοι προς, που να ξέρει κανείς, ποιο άθλιο τέλος. Κι αυτό είναι κάτι που εκείνοι οι οποίοι συνεχίζουν να προσβάλουν τη μνήμη, ποτέ δεν θα τολμήσουν ούτε θα είναι ποτέ ικανοί να κάνουν.

 

Δημοσιεύθηκε στη στήλη του συγγραφέα στον δικτυακό τόπο των ιταλικών εκδόσεων Quodlibet, στις 18 Δεκέμβρη 2023.


Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Το ζήτημα Λένιν στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70 - Antonio (Toni) Negri (in memoriam)



Αδελφέ,

Είμαστε εδώ,

Για να σου φέρουμε την αλλαγή,

Εμείς θα νικήσουμε,

Όμως από μιαν άλλη πλευρά

Μαγιακόφσκι, Λένιν

 

Προερχόμαστε από μια κομμουνιστική και επαναστατική παράδοση, ανανεωμένη μέσω της αντιφασιστικής αντίστασης, που μας μεταφέρθηκε από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΙΚΚ). Η λατρεία του Λένιν βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της παράδοσης. Όταν αρχίσαμε να επικρίνουμε ή δίχως άλλο να αρνούμαστε την πολιτική του ΙΚΚ, αυτό δεν σήμαινε, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ότι ξεχάσαμε τον Λένιν. Απεναντίας, αν εκείνα τα χρόνια ο μαρξισμός βρισκόταν στη βάση κάθε κριτικής στάσης απέναντι στον σταλινισμό, ο λενινισμός παρέμενε κεντρικός στη φιγούρα ενός «αυθεντικού» μαρξισμού ως προς την εργατική οργάνωση. Και αυτό ίσχυε ακόμη και στις συζητήσεις των ομάδων που συνδέονταν με τις εμπειρίες άμεσης παρέμβασης στα εργοστάσια –μιλάμε για εκείνες τις εργατίστικες ομάδες που ηγεμόνευσαν στο κίνημα την επόμενη δεκαετία.

   Έτσι ο Λένιν βρισκόταν στο επίκεντρο κάθε συζήτησης. Για τους νέους εργατιστές ήταν η απόδειξη της δυνατότητας της επανάστασης και η σφραγίδα της νίκης της. Και μολονότι η διδαχή και η επαναστατική του εμπειρία ερμηνεύονταν με τους πλέον διαφορετικούς τρόπους από τις διάφορες πολιτικές ομάδες που διαμορφώνονταν εκείνη την περίοδο, όλα αυτά συνέβαιναν με έναν τρόπο αντιθετικό σε σχέση με την ανάγνωση του Λένιν από το ΙΚΚ. Για το ΙΚΚ ο Λένιν αντιπροσωπεύει τη δικτατορία του προλεταριάτου, το κόμμα που τη διαχειρίζεται, τον συγκεντρωτισμό ως οργανωτική γραμμή του κόμματος και μετά –κατά τη γνώμη των ομάδων– τον κυνισμό της πολιτικής των συμμαχιών, την εργαλειακότητα της σχέσης εργατών/αγροτών (στην Ιταλία της αντίθεσης «βορρά-νότου»), τον οπορτουνισμό στη σχέση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής. Ίσως αυτή η κρίση να ήταν υπερβολική, ωστόσο αποκάλυπτε την κομινφορμιστική διάβρωση και την υποταγή του Λένιν στον σταλινικό σχεδιασμό της διαχείρισης της εξουσίας. Αυτός ήταν ο ρόλος των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων σε σχέση με τη διατήρηση του στάτους κβο στον Ψυχρό Πόλεμο.

   Ποικίλα ήταν τα ρεύματα που οργανώθηκαν σε σχέση με αυτή την κριτική στο ΙΚΚ, γύρω και μετά το ’68, διαφοροποιούμενα αναφορικά με την ερμηνεία της σκέψης του Λένιν. Υπήρχαν οι μαοϊκοί: λίγο πολύ αναφέρονταν στην Πολιτιστική Επανάσταση που ανέπτυξαν στην Κίνα οι «Ερυθροφρουροί» μετά από έκκληση του ίδιου του Μάο, συγκροτώντας ένα μέτωπο που συνδύαζε αναρχικές αναφορές με άκαμπτες οργανωτικές προδιαγραφές. Υπήρχαν, μεταξύ των μαοϊκών, ρεύματα πιο ήπια, που ουσιαστικά επικέντρωναν τον λόγο τους στην οργάνωση –μια οργάνωση που σύντομα, λόγω του μικρού αριθμού των μέσων και των υποκειμένων, διολίσθησαν από το πολιτικο-οργανωτικό πλαίσιο σε μορφές κοινοτισμού και/ή μιας ζωής γενναιόδωρα ή αφελώς προσδιορισμένη. Μεταξύ των πιο ριζοσπαστικών, αντιθέτως, η μαοϊκή ανάγνωση της επαναστατικής οργάνωσης επεκτάθηκε στη συζήτηση της σχέσης οργάνωσης και εμφυλίου πολέμου ή, καλύτερα, της οργάνωσης για τον εμφύλιο πόλεμο. Υπήρξαν διαφορετικές μορφές εκείνου του υποτιθέμενου λενινισμού, έτσι όπως αυτός παρουσιάστηκε: η θεμελιώδης ήταν η γκεβαρική (κινηματικός πόλεμος, οργανωμένος γύρω από τις «εστίες του αντάρτικου»), δηλαδή ένα σχέδιο εμφυλίου πολέμου, αυστηρά οργανωμένου από την πρωτοβουλία του κόμματος (οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση, έχοντας στην αρχή ταλαντευτεί προς κινηματικές θέσεις).

   Αυθεντική και, ωστόσο, αυστηρά συνδεδεμένη με ένα οργανωτικό σχέδιο, υπήρξε η ανάγνωση του Λένιν και από εκείνες τις ομάδες που πρότειναν «μια μακρά πορεία μέσω των θε-σμών». Σε σχέση με αυτό, δεν υπήρχε οτιδήποτε οπορτουνιστικό, όπως δεν υπήρχε τίποτα οπορτουνιστικό στο σχέδιο του Ρούντι Ντούτσκε και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατικής νεολαίας, όπου σφυρηλατήθηκε αυτή η γραμμή. Στην Ιταλία, ωστόσο, στις ομάδες που πρότειναν κάτι τέτοιο, αυτό συχνά ερμηνεύθηκε σαν ριζοσπαστικοποίηση όσων κατάφερναν να οικειοποιηθούν από το σκάψιμο στον υποτιθέμενο γκραμσισμό της κομμουνιστικής παράδοσης. Επρόκειτο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, για μια ελεύθερη και τίμια υιοθέτηση της γκραμσιανής «παθητικής επανάστασης». Ωστόσο, αυτό κατέληξε στη διασταύρωση με τις πιο προωθημένες προτάσεις του ΙΚΚ, ήδη από τη συντακτική περίοδο της Δημοκρατίας, που, όπως θυμόμαστε, εμφορούνταν, από τη μια πλευρά, από έναν ισχυρό «δημοκρατικό κεντρισμό» ως προς το ζήτημα της οργάνωσης (με τη σταθερή υποταγή του συνδικάτου στη γραμμή του κόμματος) και, από την άλλη, από ένα σχέδιο δημοκρατικο-κοινοβουλευτικής μετάβασης στον σοσιαλισμό. Στις νέες ομάδες που δημιουργήθηκαν γύρω από ένα σχέδιο ριζοσπαστικοποίησης της πολιτικής του ΙΚΚ, ο Λένιν υιοθετούνταν, ουσιαστικά, ως ο θεωρητικός της επαναστατικής ρήξης, δηλαδή μιας διαδικασίας μετάβασης στον σοσιαλισμό, που αντιπαρέθετε την εναντίωση της εργατικής δημοκρατίας στην αστική και καπιταλιστική δημοκρατία. Κατά βάθος, γι’ αυτές τις δυνάμεις (Μανιφέστο, Εργατική Πρωτοπορία κλπ), η ανάγνωση του Λένιν παρέμενε αγκιστρωμένη στην παράδοση του ΙΚΚ ή, καλύτερα, σε μια ανάγνωση προσανατολισμένη σε μια έννοια εθνικο-λαϊκή και αποκαθαρμένη από κάθε μπολσεβίκικο στοιχείο, όπως είχε κάνει ο Τολιάτι στον Γκράμσι. Σαφώς, στις θέσεις αυτών των ομάδων, υπήρχαν οι κοινοτιστικές, μειοψηφικές και σεχταριστικές αυταπάτες μεγάλου μέρους των ιδεολογικών κατασκευών του μαοϊσμού– που,  κατά τη γνώμη μου, σκίαζαν τη ριζοσπαστικότητα του λενινιστικού σχεδίου.

   Υπήρξαν έπειτα οι θέσεις (που ήδη είχαν μια ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα στις αρχές της δεκαετίας του ’70) εκείνων των εργατιστών (Τρόντι, Κατσάρι, Ακορνέρο κλπ) που στα μισά της δεκαετίας του ’60 ξαναμπήκαν στις επίσημες οργανώσεις του εργατικού κινήματος και πιο συγκεκριμένα στο ΙΚΚ. Λοιπόν, εδώ η ανάγνωση του Λένιν γίνεται, ουσιαστικά (σε αντίθεση –και θα επιστρέψουμε σε αυτό– απ’ ότι είχε προηγουμένως θεωρητικοποιηθεί), όχι τόσο σε σχέση με τον εξεγερσιακό και μπολσεβίκο Λένιν όσο με τον Λένιν της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΡ) και του μεταβατικού συμβιβασμού με τις επιχειρηματικές ομάδες, συνεπώς με τον Λένιν της δικτατορίας του προλεταριάτου και της διευθυντικής ομάδας του κόμματος-κράτος. Η συζήτηση για τον Λένιν ξεκινά ήδη από εδώ να ολισθαίνει (πολιτικά και φιλοσοφικά) προς την επανεκτίμηση της «αυτονομίας του πολιτικού» -με την έννοια, δηλαδή, μιας προσομοίωσης της διδαχής του Λένιν σε εκείνη του Καρλ Σμιτ. Σε αυτή τη γραμμή υπάρχει μια οικειοποίηση της πολιτικής παράδοσης του μοντέρνου, από τον Χομπς στον Χέγκελ, θεωρώντας τον «Λένιν για το κράτος» όχι ως τον θεωρητικό της εξάλειψής του, αλλά ως τον απολογητή της υπέρβασής του και της μετασχηματιστικής του δύναμης. Ο μετα-εργατιστής Τρόντι ανέπτυξε άλλωστε για σαράντα χρόνια αυτό το ερμη-νευτικό σχήμα και μέχρι τώρα έτσι διαβάζει τον Λένιν.

   Η αντιπρόταση ότι ο Λένιν δεν υπήρξε ποτέ απολογητής της «αυτονομίας του πολιτικού» αλλά, κάτι πολύ διαφορετικό, της «αυτονομίας της ταξικής πρωτοπορίας», βρισκόταν στη βάση της πολεμικής των εργατιστών, ακόμη εμπλεκόμενων κατά τη δεκαετία του ’60 στη συνέχεια των αγώνων, απέναντι στους υποστηρικτές της «αυτονομίας του πολιτικού». Σκέφτονταν ως εξής: Η εργατική ταξική πρωτοπορία βασίζει στον Λένιν την ικανότητά της να θέτει το πρόβλημα της εξουσίας γιατί, στην εποχή της οργάνωσης της εργασίας με τη μορφή της «διευρυμένης συνεργασίας», της «τυπικής υπαγωγής» της κοινωνίας στο κεφάλαιο (τυπικά χαρακτηριστικά της πρώτης εκβιομηχάνισης στη Ρωσία), αυτή εκφράζει και οικουμενικοποιεί το συμφέρον της εργατικής τάξης, προκειμένου να επαναστατικοποιήσει και να αναδιοργανώσει ολόκληρη την κοινωνία υπό την προσταγή και τις αξίες της. Πρέπει να σημειώσουμε, ενάντια στην ιδέα της «αυτονομίας της πολιτικής», ότι η πρακτική του κόμματος σαν πρωτοπορία δεν απέκρυπτε, στη λενινιστική περίπτωση, την εργατική της φύσηˑ ότι, απεναντίας, χωρίς αυτή την εργατική ταξική πρωτοπορία το προλεταριάτο –στο επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης της τσαρικής Ρωσίας– δεν θα κατάφερνε ποτέ να οργανωθεί προκειμένου να κάνει την επανάσταση. Ο Λένιν (όποια κι αν ήταν η γοητεία που ασκούσε σε όλους τους στοχαστές και τους συντελεστές του φασισμού) δεν έχει συνεπώς καμία σχέση με τον Καρλ Σμιτ. Ο Λένιν έχει σχέση με τον Μακιαβέλι, με την ικανότητα να ερμηνεύει (και να επιδρά) τη σχέση μεταξύ κοινωνικής ταξικής σύνθεσης και πολιτικής οργάνωσης στον αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτός είναι ο Λένιν των εργατιστών, της Συνεχούς Πάλης, της Εργατικής Εξουσίας και της Εργατικής Αυτονομίας τη δεκαετία του ’70. Το ζήτημα Λένιν επανήλθε στο εσωτερικό της εξεγερσιακής προοπτικής. Το φάσμα των αναγνώσεων που υποστηρίζουν αυτή τη θέση πάει από τον Γιόργκι Λούκατς στον Λουί Αλτουσέρ. Είναι μέσω αυτών των συγγραφέων που αναπτύχθηκε μια μαρξιστική ανάγνωση του μαρξισμού του Λένιν.

   Οι αναγνώσεις του Λένιν στο εργατίστικο περιβάλλον εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία, έγιναν όλες με αυτή την έννοια. Η γένεση της σκέψης του Λένιν είναι η οικοδόμηση ενός υποκειμένου της πρωτοπορίας, εμβαπτισμένου στον ορισμό της παραγωγικής διάστασης της εργατικής τάξης. Η θεωρία της οργάνωσης πρέπει να περάσει μέσα από μια μέθοδο η οποία, μέσω μιας «μαρξιστικής κοινωνιολογίας», μεταφράζει την ανάλυση των υλικών κοινωνικών σχέσεων, της καθορισμένης «κοινωνικής διαμόρφωσης», σε μοντέλο πολιτικής οργάνωσης. Ήδη από το 1894, στο βιβλίο του Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού, ο Λένιν επιμένει «ότι μονάχα ανάγοντας τις κοινωνικές σχέσεις σε σχέσεις παραγωγής και αυτές τις τελευταίες στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων –είναι μόνο τότε και δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο που μπορούμε να συλλάβουμε την πιθανότητα μιας πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης. Και το 1898, στη μελέτη για την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, ο Λένιν επιμένει στο γεγονός ότι μονάχα τοποθετούμενοι στο επίπεδο της υψηλότερης αφαίρεσης της εργασίας, δηλαδή στο υψηλότερο σημείο της βιομηχανικής ανάπτυξης –είναι μόνο τότε που μπορούμε να συλλάβουμε τη συνολικότητα μιας επαναστατικής δύναμης στην ταξική πάλη. Αυτή η διαδικασία αντιστρέφει, μαρξιανά, την τρέχουσα έννοια προσδιορισμών του «αφηρημένου» και του «συγκεκριμένου»: αυτό που φαίνεται πιο αφηρημένο (η καπιταλιστική ανάπτυξη, το εργοστάσιο σε ένα υπανάπτυκτο κοινωνικό πλαίσιο όπως ήταν η Ρωσία τη δεκαετία του ’90 τον 19ο αιώνα) γίνεται ως τάση και μέσω της επαναστατικής της κατανόησης, το πιο συγκεκριμένο πράγμα, το σημείο στο οποίο η πολιτική οργάνωση αποτιμάται. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μαρξικό σε αυτόν τον λενινιστικό προσδιορισμό της οργανωτικής διαδικασίας. Το Τι να κάνουμε; δεν είναι κάτι άλλο από τον μετασχηματισμό αυτών των θεωρητικών ανακαλύψεων σε μια πρόταση υποκειμενοποίησης.

   Γίνεται έτσι κατανοητό πώς το θέμα Λένιν τέθηκε από τον εργατισμό και ποια είναι η συνεκτική σχέση που έχει με την ανάγνωση του Μαρξ. Ποιο είναι το enjeu [στοίχημα]; Η αναγέννηση του επαναστατικού αγώνα στην καπιταλιστική Δύση. Τώρα, είναι ο Λένιν που επιτρέπει μια βουτιά στο πολιτικό ζήτημα της ρήξης της καπιταλιστικής τάξης στην κοινωνική διαδικασία και στην προοπτική της οργάνωσης. Εκ πρώτης όψεως, για τους εργατιστές, η συζήτηση ξεκινά –πέρα από την άγρια πολεμική ενάντια στον οπορτουνισμό του ΙΚΚ– από την επαναφορά της γκραμσιανής πρότασης περί ενός «Μαρξ ενά-ντια στο Κεφάλαιο», κάτι που σημαίνει μια πολεμική ενάντια στον θετικιστικό αντικειμενισμό, τον ιστορικισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Ο Λένιν είναι το σημάδι της δυνατότητας ρήξης της κυριαρχικής συνέχειας της εξουσίας και της συνέχειας του κέρδους, οργανωμένης από την καπιταλιστική συσσώρευσηˑ είναι το σημάδι του καθορισμού μιας πιθανής υποκειμενικής πολιτικής. Η ανάγνωση του Λένιν επικεντρώνεται, σε σχέση με αυτό, στα κείμενα που οδηγούν στο Κράτος και Επανάσταση. Όμως υπάρχει κάτι περισσότερο στους εργατιστές, κι αυτό είναι το κληροδότημα της ανάγνωσης που έκανε ο Τρόντι (πριν την ερμηνεύσει σε μια σμιτιανή προοπτική) στον Λένιν. Στο κείμενο ο Λένιν στην Αγγλία γράφει: «Η καπιταλιστική κοινωνία έχει τους δικούς της νόμους ανάπτυξης. Οι οικονομολόγοι τους επινόησαν, οι κυβερνώντες τους εφάρμοσαν και οι εργάτες τους υπέστησαν. Όμως τους νόμους της ανάπτυξης της εργατικής τάξης ποιος θα τους γράψει;». Αυτό το μπρεχτικό incipit ακολουθεί το εξής: «Στο επίπεδο του κοινωνικά αναπτυγμένου κεφαλαίου, η καπιταλιστική ανάπτυξη υποτάσσεται στους εργατικούς αγώνες, έρχεται μετά από αυτούς και σε αυτούς οφείλει να αντιστοιχήσει τον πολιτικό μηχανισμό της παραγωγής του». Αυτό σημαίνει ότι η έννοια του κεφαλαίου είναι έννοια της ταξικής πάλης, ότι η δομή του κεφαλαίου διαρρηγνύεται και μορφοποιείται στην/από την ταξική πάλη. Εξ ου, σε αυτό το σημείο, η εκ νέου ανακάλυψη του Λένιν: «Η λενινιστική στρατηγική, με ένα έντεχνο κόλπο, θα φέρει τον Μαρξ στην Πετρούπολη: μόνο η εργατική ματιά θα μπορούσε να είναι ικανή για μια τέτοια επαναστατική τόλμη. Ας δοκιμάσουμε να κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή, με το ίδιο επιστημονικό πνεύμα της περιπετειώδους πολιτικής ανακάλυψης. Ο Λένιν στην Αγγλία είναι η διερεύνηση μιας νέας μαρξιστικής πρακτικής στο Εργατικό Κόμμα: το ζήτημα της πάλης και της οργάνωσης στο υψηλότερο επίπεδο της πολιτικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης. Σε αυτό το επίπεδο, αξίζει τον κόπο να πείσουμε τον Μαρξ να κάνει κι αυτός “τη μυστηριώδη στροφή που έκανε η τροχιά του Λένιν”».

   Η «αντίστροφη διαδρομή» μας επιτρέπει να αντιπαραθέσουμε τον Λένιν στην τροποποίηση της καπιταλιστικής δομής και της εργατικής σύνθεσης του τρόπου παραγωγής, που συνέβη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επρόκειτο, δηλαδή, μεταξύ του ’68 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’70, να ενεργοποιηθεί, με λενινιστικό τρόπο, η γραμμή που οδηγεί από την κριτική θεωρία του κεφαλαίου στη θεωρία και την πρακτική της πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου. Είναι εδώ που ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση. Τώρα, η λενινιστική σκέψη αντιπαρατίθεται πράγματι με τη σημερινή δομή του καπιταλισμού και την παρούσα φιγούρα της εργατικής τάξης, δηλαδή, για να το πούμε εν συντομία, με το κίνημα του εργάτη μάζα. Ήταν μέσα σε μια ριζική αλλαγή της δομής του καπιταλισμού που αναλήφθηκε το καθήκον –για να το πούμε με μαρξικούς όρους– της δημιουργίας της «μεγάλης βιομηχανίας», δηλαδή του περάσματος από την «τυπική υπαγωγή» στην «πραγματική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο. Σε αυτό το πλαίσιο –σύμφωνα με τους εργατιστές– η δομή της εργατικής τάξης τροποποιήθηκε σε βάθος, ο εργάτης μάζα την κατάλαβε, τη συνέλεξε, τη συμπύκνωσε καθαυτή, κι έτσι κατέστησε πολιτικά ενεργή αυτή την τεράστια παραγωγική δύναμη την οποία η ανάπτυξη δημιούργησε και εσωτερίκευσε στην ίδια την εργατική τάξη. Τι διαφορά με την «εξειδικευμένη» εργατική τάξη, skilled στη μανιφατουρική εξειδίκευση, μόνο «τυπικά» υπαγόμενη στο κεφάλαιο –και πολιτικά οργανωμένη στα σοβιέτ και πάντως μειοψηφική στην κοινωνία, με την οποία είχε να κάνει ο Λένιν! Αντιθέτως, τη δεκαετία του ’70, η τότε εργατική τάξη κινούνταν με έναν τεράστιο «αυθορμητισμό», με την ικανότητα να επινοεί πολλαπλές και συνεχείς μορφές επίθεσης στο καπιταλιστικό καθεστώς της παραγωγής –και, προπάντων, με μια πολιτική διάσταση που αναδυόταν άμεσα από την οικονομική πάλη, δείχνοντας ικανή να λειτουργήσει ως ένας μοχλός του πολιτικού αγώνα που δινόταν στο πλαίσιο της μισθολογικής πάλης και της πάλης για τον χρόνο εργασίας. Ήταν εκεί που αναδείχθηκε μια άλλη μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον τρόπο που ο Λένιν είχε εξάγει –κι αυτός– το μοντέλο της οργάνωσης της κριτικής της καπιταλιστικής δομής της παραγωγής. Έτσι το Κόμμα έπρεπε να μετασχηματίσει την οικονομική πάλη του προλεταριάτου σε μια ώριμη ταξική συνείδηση. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά –οικονομική πάλη και πολιτική πάλη πάνε μαζί, η μία συμβαδίζει με την άλλη. Όχι ότι ο Λένιν υποτιμούσε ή θεωρούσε «ελάσσων» την οικονομική πάλη. Αυτή πρέπει να διεξάγεται ανά πάσα στιγμή: ήδη από το 1898, στην μπροσούρα Τα καθήκοντα των ρώσων σοσιαλδημοκρατών, ο Λένιν τόνιζε: «Αν στο οικονομικό πεδίο δεν υπάρχει ζήτημα της εργατικής ζωής που να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην οικονομική αγκιτάτσια, ούτε στο πολιτικό πεδίο υπάρχει ζήτημα που να μην μπορεί να χρησιμεύσει στην πολιτική αγκιτάτσια. Αυτά τα δύο είδη αγκιτάτσιας συνδέονται αδιαχώριστα με τη δράση των σοσιαλδημοκρατών, όπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η οικονομική αγκιτάτσια και η πολιτική αγκιτάτσια είναι εξίσου απαραίτητες για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Η οικονομική αγκιτάτσια και η πολιτική αγκιτάτσια είναι εξίσου απαραίτητες ως οδηγός της ταξικής πάλης των ρώσων εργατών, γιατί κάθε ταξικός αγώνας είναι ένας πολιτικός αγώνας».

   Ωστόσο ο Λένιν ριζώνει το σχέδιο του σε ένα μοντέλο του εργοστασίου στο οποίο η οργανωμένη χειρωνακτική εργασία αντιπροσωπεύει μια πρωτοπορία στο εσωτερικό του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και η εργατική τάξη αναγνωρίζεται σε μια πολιτική συνθήκη όχι μόνο ως ανεξάρτητη αλλά και ως διαχωρισμένη. Η πολιτική της ανεξαρτησία, την προικίζει με αναπτυγμένη ταξική συνείδηση, οπότε πρέπει να υπερβεί την απόσταση, τον διαχωρισμό από την κοινωνία (και από το υπόλοιπο προλεταριάτο) και να επιβάλλει την εργατική προσταγή. Κάτι τέτοιο γινόταν τελικά προφανές από τη συνεχή, άγρια πολεμική ενάντια σε κάθε μορφή λαϊκισμού που προωθούσε συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργασίας και της ζωής σε σχέση με εκείνες του εργοστασίου.

   Μας επιτρέπει επίσης να δούμε ότι αν και το εργοστάσιο παρέμενε στο επίκεντρο αμφότερων των φαινομενολογιών, εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα και αυτή της δεκαετίας του ’60-’70, υπάρχει μια διαφορά, ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, σε σχέση με την αγωνιζόμενη εργατική τάξη! Στην πρώτη περίπτωση η πολιτική πρωτοπορία έσερνε το μαζικό κίνημα, ο «πολιτικός δήμαρχος» –όπως έλεγε ο Λένιν– καθοδηγούσε την αγωνιζόμενη εργατική δύναμη. Στη δεύτερη περίπτωση το μαζικό κίνημα εκφράστηκε κατά τρόπο αυτόνομο, άκαμπτο, συμπαγή και από τον οργανωμένο αυθορμητισμό του προέκυψαν αιτήματα απαράδεκτα για το κεφάλαιο, η προσοχή επικεντρωνόταν στην καταστροφή της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, της προσταγής και της ιεραρχίας του, της διακυβέρνησης εκ μέρους του της χρονικότητας. Ήταν εκεί που έπρεπε, εν συντομία, να οικοδομηθεί η οργάνωση. Το συνδικάτο, καθώς είχε ξυπνήσει από τους κολοσσιαίους αγώνες του «θερμού φθινόπωρου» του ’69, προσπάθησε αμέσως να επανεισάγει, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, οργανωτικές μορφές («εργοστασιακά συμβούλια») που υιοθετήθηκαν προκειμένου να υπάρξει μια μεσολάβηση και μια ανανέωση της σχέσης μεταξύ εργοστασίου και γενικής πολιτικής, εννοώντας σαν «γενική πολιτική» την κοινοβουλευτική πολιτική του Κόμματος. Από τη μια πλευρά αυτά τα εργοστασιακά συμβούλια ήταν ένα παλιό εργαλείο, αποτυχημένο σε σχέση με τους μεταπολεμικούς αγώνες καθώς σύντομα είχε μεταστραφεί σε μια κορπορατιστική εκδοχήˑ από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο διαρρηγνυόταν η γραμμή που είχε ενεργοποιήσει, μέσω της οικονομικής πάλης, εκείνη την πολιτική μαζικοποίηση  η οποία ήταν ικανή να διασπάσει τις γραμμές κοινωνικής υποταγής του προλεταριάτου. Αυτή η διάρρηξη ήταν, στην πραγματικότητα, μια προ-σπάθεια μεσολάβησης του ταξικού ανταγωνισμού και επαναφοράς των εργατικών μαζών στην παραγωγική συνέχεια: αντιπροσώπευε την άρνηση της λενινιστικής αρχής περί εξεγερσιακής ασυνέχειας του επαναστατικού εργατικού κινήματος όπως και κάθε στρατηγικής του συμβάντος, κάθε τακτικής ρήξης.

   Το στοίχημα της ανοικοδόμησης του επαναστατικού εργατικού κινήματος μπαίνει σε εποχές σύγκρουσης. Το ιταλικό ’68 χαρακτηρίστηκε από τη σύγκλιση του φοιτητικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων με τους αγώνες των βιομηχανικών εργατών οι οποίοι, με τους «αυθόρμητους» αγώνες τους (υποστηριζόμενους από μια ισχυρή οργάνωση μέσα στο εργοστάσιο, που ήταν ανεξάρτητη από τα συνδικάτα), προσπαθούσαν να απελευθερωθούν από τον ζυγό της καπιταλιστικής οικονομικής ρύθμισης. Οι αγώνες γίνονταν για μισθολογικά κέρδη, μείωση του χρόνου εργασίας και επικεντρώνονταν, γενικά, στο ζήτημα της βλαπτικότητας της εργασίας, αμφισβητώντας την ιεραρχία και τον καταμερισμό της εργασίας στο εργοστάσιο. Στην πίεση των μαζικών αγώνων ήρθαν να προστεθούν κάποιες επιθετικές συμπεριφορές, εν γένει νομιμοποιημένες στο κίνημα: επανειλημμένες κοπάνες, φαινόμενα σαμποτάζ, διαρκής ανυποταξία στην πειθαρχία του εργοστασίου… Στις επιχειρήσεις όπου κυριαρχούσαν οι τεχνικοί, οργανώνονταν εργατικά πειράματα εναλλακτικά ως προς την οργάνωση της εργασίαςˑ στα χημικά εργοστάσια ξεκίνησε μια έρευνα για τις οικολογικές συνθήκες της παραγωγής και τα παραγόμενα προϊόντα υπόκειντο σε μια επιστημονική έρευνα αναφορικά με τη βλαπτικότητά τους.  Στο εργοστασιακό κίνημα ήρθε να προστεθεί το κίνημα των φοιτητών, που αμφισβητούσε το εκπαιδευτικό σύστημα και την καπιταλιστική προσταγή της εξουσίας. Ενώ τα κοινωνικά κινήματα είχαν μια ευρύτατη γκάμα παρέμβασης, που κυμαινόταν μεταξύ της έρευνας των μορφών του ελέγχου της governance των θεσμών (σχολείο, νοσοκομεία κλπ) και, από την άλλη πλευρά, της προώθησης ενεργειών «μαζικής παρανομίας» ενάντια στα ενοίκια, τις τιμές των υπηρεσιών, φτάνοντας μέχρι και στα διάχυτα φαινόμενα της άμεσης οικειοποίησης των εμπορευμάτων και των loisirs. Σε όλα  αυτά το «μακρύ ιταλικό ’68» (που στην πραγματικότητα κράτησε μια δεκαετία) βάζει μια τάξη και δίνει μια κατεύθυνση σε όλα αυτά τα κινήματα, αναδεικνύοντας και συνδέοντας αιτήματα κοινωνικής αντιεξουσίας, δηλαδή αυτά τα καθήκοντα που πρότειναν οι οργανώσεις. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που μπορούμε να καταλάβουμε την κεντρικότητα του ζητήματος «οργάνωση» –συνεπώς του ζητήματος «Λένιν». Στην Ιταλία, εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσε να σκεφτεί κανείς την οργάνωση έξω από αυτό το πλαίσιο, δεν υπήρχε εναλλακτική, ούτε συμβουλιακή ούτε κοινοτιστική ούτε κάποια άλλη, που να μπορούσε να θέσει το ζήτημα αξιόπιστα –αυτό που άξιζε ήταν μόνο η εμβάθυνση και η προσαρμογή της λενινιστικής, μακιαβελικής προοπτικής. Κάτι που συνεπώς μας οδηγεί στο να σκεφτούμε την οργάνωση όχι πια απλώς σαν εργοστάσιο αλλά και σαν «κοινωνική επιχείρηση». Και την εξέγερση όχι πια μόνο σαν «τέχνη» αλλά και σαν δράση –μαζικοποιημένη και θεσμοθετημένη– ενός κινήματος το οποίο, καθαυτό, διαγράφεται ως μια μορφή «δυαδικής εξουσίας» (όμως εδώ ανοίγει μια συζήτηση πολύ μεγάλη για να γίνει εδώ).

   Υπήρχε κι ένα άλλο πλαίσιο έρευνας, που κι αυτό γεννήθηκε άμεσα από τη διδαχή του Λένιν. Ήταν εκείνο που οδηγούσε από την εμπειρία των αγώνων και την οργάνωσή τους στον ορισμό ενός επαναστατικού προγράμματος. Και εδώ ξεκινούσαμε από τον λενινιστικό σχεδιασμό της εξέγερσης των εργαζόμενων μαζών, καθοδηγούμενων από μια πρωτοπορία που όφειλε να εγκαθιδρύσει θεσμούς κοινωνικής «αντιεξουσίας», κι έτσι να οδηγήσει στην εξεγερσιακή διαδικασία. Λοιπόν, πώς μπορούσε να οργανωθεί η πρωτοπορία του εργάτη-μάζα σε αυτό το πλαίσιο; Ποιες θα ήταν οι διαφορές με την κλασική οργάνωση του ρωσικού επαναστατικού προλεταριάτου; Μόλις τα πράγματα βλέπονταν από την οπτική πλευρά του εργάτη-μάζα, η γραμμή συμπεριφοράς απλουστευόταν αφού, στον εργατίστικο μηχανισμό της διαχείρισης των αγώνων, θεωρούνταν δεδομένη η εσωτερικότητα της οικονομικής θεματικής στην πολιτική δυναμική. Αυτή η σχετική απλούστευση (και η συνεπαγόμενη άρνηση της «μεσολάβησης» ως καθοριστικό στοιχείο της οργάνωσης) δεν επέτρεπε, ωστόσο, να βρεθούν αποτελεσματικές αρθρώσεις μεταξύ τακτικής και στρατηγικής των αγώνων. Η μάζα κινείται, η κατεύθυνσή της είναι δεδομένη, η στρατηγική ηγεμονία της ανήκει, όμως η τακτική, τα περάσματα, η χρήση των ευκαιριών/συμβάντων, όλα αυτά πρέπει να μπουν ως πρόβλημα και να συζητηθούν. Πέρα από την ωμή αναγωγή του ζητήματος της πρωτοπορίας και της εσωτερικής της άρθρωσης στο μαζικό κίνημα στην απλή ένοπλη πρωτοπορία (ένα ζήτημα που τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν ασήμαντο), η επαναφορά της λενινιστικής θεματικής από εργατίστικης πλευράς αναζητούσε άλλες οδούς διαφυγής –που τελικά ενσωματώθηκαν στην ένοπλη παραλλαγή αλλά δεν υποτάχθηκαν σε αυτή. Αυτή η γραμμή ανάπτυξης ταυτίστηκε σιγά σιγά με την ωρίμανση των συνελευσιακών εργαλείων λήψης των αποφάσεων για τον αγώνα, των στόχων του και της κοινωνικής τους προπαγάνδισης. Πρέπει να προσέξουμε αυτό το πέρασμα και να μην το υποτιμήσουμε. Η υιοθέτηση του συνελευσιακού λόγου και οι διαδικασίες της συνελευσιακής λήψης των αποφάσεων, που τότε προτάθηκαν και δοκιμάστηκαν, προεικόνισαν, στην πραγματικότητα, προτάσεις και οργανωτικές εμπειρίες που αργότερα κατέστησαν δυνατές από τις τεχνολογίες της επικοινωνίας. Η συμμετοχή θεωρήθηκε συστατικό στοιχείο της εργατικής δημοκρατίας στην πορεία της εξεγερσιακής διαδικασίας. Η πρωτοπορία έγκειται πλέον στην επικοινωνία και σύντομα, με μια αναπάντεχη επινοητική παρόρμηση, θα είναι τα Ελεύθερα Ραδιόφωνα, με τη μεγάλη τους διάδοση και την αποτελεσματικότητα της δουλειάς τους, που θα αναλάβουν αυτή τη συνελευσιακή ώθηση.

   Εδώ ανακύπτει ένα νέο πρόβλημα. Το συνελευσιακό ζήτημα θα είναι στην πραγματικότητα εντελώς ανεπαρκές ως προς την επίλυση της κρίσης που εμφανίστηκε μετά το 1973. Για να θυμηθούμε: έχουμε την πρώτη πετρελαιακή κρίση και αυτή σηματοδοτεί, μετά την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης (το 1971) να αποσυνδέσει το δολάριο από τον χρυσό, την πρώτη μεγάλη νεοφιλελεύθερη πρωτοβουλία. Είναι η στιγμή της Τριμερούς και της απόφασής της –παρμένης σε παγκόσμιο επίπεδο– να τελειώνει με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν το ’68. Τώρα, μπροστά στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, θρυμματίζονται τα υπολείμματα των λενινιστικών αναμνήσεων στον εργατίστικο λόγο. Αν ο Λένιν, όπως τον είχαμε διαβάσει μεταξύ της δεκαετίας του ’60 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’70, χρησίμευσε για να επιλυθεί το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της πολλαπλότητας των κινημάτων και της ενότητας του στόχου που κάθε προλεταριακή επανα-στατική διαδικασία πρέπει να ξέρει να διαχειριστείˑ και αν το ζήτημα της ενότητας-πολλαπλότητας επιλύθηκε ξεκινώντας από την έρευνα (και την ανακάλυψη της νέας κοινωνικής σύνθεσης της εργασίας, αυτής του εργάτη-μάζα, αναζητώντας στο εσωτερικό της τάξης το σημείο της ενότητας), μετά το 1973 η καπιταλιστική αντεπίθεση επένδυσε την εργατική τάξη ως τέ-τοια. Η έρευνα, σε αυτή τη φάση, δεν αποκάλυπτε πλέον την κεντρικότητα του εργοστασίου, αλλά τη διάλυσή του, τη κοινωνική διάχυση της παραγωγής, τον κατακερματισμό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και την εμφάνιση των νέων προωθητικών τομέων. Ο λενινιστικός λόγος έχασε την ενοποιητική του ικανότητα, αφού έχασε εδώ την αναφορά του σε μια ενότητα, πραγματικά ριζωμένη στην ταξική πάλη. Αντιθέτως, για το καπιταλιστικό εγχείρημα αποτέλεσε, σε ανταγωνισμό με την επαναστατική ορμή, ένα μεγάλο κίνητρο για την ανάπτυξη των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Σε αυτό το σημείο, τι μπορούμε πια να οικειοποιηθούμε από τον λενινισμό;

   Υπήρξαν δύο διαδοχικές γραμμές που τη δεκαετία του ’70 ασχολήθηκαν με αυτό το πρόβλημα, αμφότερες οικοδομημένες από την «εργατική έρευνα» και συνδεδεμένες με τις τροποποιήσεις του τρόπου παραγωγής. Κατά πρώτο λόγο, αν προκύπτει ολοένα και πιο δύσκολο να ανασυντεθεί η τεχνική σύνθεση του εργάτη-μάζα (που δέχθηκε την επίθεση και εν μέρει καταστράφηκε από τη νεοφιλελεύθερη απάντηση) σε μια εν δυνάμει νέα πολιτική φιγούρα, ομοιογενή και ενιαία, υπήρχαν ευρύτεροι χώροι, διάχυτες friches [ακαλλιέργητες εκτάσεις] που το νέο παραγωγικό και πολιτικό σύστημα δεν κατάφερνε ακόμη να ελέγξει και οι οποίες αποτέλεσαν, εκείνη τη στιγμή, τα εδάφη στα οποία η αυτονομία δημιούργησε, σε διάχυτη μορφή, οργανωτικές στιγμές, με μια ικανότητα ρήξης της καπιταλιστικής μηχανής σε ότι αφορά την κοινωνική αναπαραγωγή. Στις μητροπόλεις και τις περιαστικές ζώνες, όπου η βιομηχανία διαχέεται σε μικρές εδαφικές ενότητες, απλώνεται λοιπόν μια νέα εργατική οργάνωση. Είναι η στιγμή του κοινωνικού εργάτη. Την καπιταλιστική καταστροφή της «μεγάλης βιομηχανίας», μέσω της παραγωγικής εξωτερίκευσης και της οικοδόμησης αποτοπικοποιημένων περιοχών, ακολούθησαν αυτόνομες οργανώσεις, που έφτιαξαν τόπους συνάντησης και κινητοποίησης. Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η οργανωτική διαδικασία που τέμνει την ευελιξία της εργατικής δύναμης στο έδαφος και αναπτύσσει αντίστοιχες μορφές πάλης: επικοινωνία των αγώνων από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, οργάνωση της κινητικότητας στο έδαφος με συνεχείς πορείες, μπλοκάρισμα των μεταφορών κλπ. Είναι αγώνες που θυμίζουν εκείνους των IWW και που επαναλαμβάνονται σε φάσεις μετασχηματισμού της τεχνικής σύνθεσης της εργατικής τάξης. Σε αυτή την περίπτωση πηγαίνουν ακριβώς πέρα από το «μεγάλο εργοστάσιο» και τον εργάτη-μάζα που κατοικούσε εκεί.

   Υπάρχει ακόμη λενινισμός σε αυτό το σημείο; Σαφώς, τα κλασικά χαρακτηριστικά του λενινισμού ως μοντέρνα, μακιαβελική μορφή μιας πολιτικής οργάνωσης, αμβλύνονται. Όμως υπάρχει μια άλλη λενινιστική διάσταση, βαθιά μαρξιστική, που παραμένει εδώ και μάλιστα απογειώνεται: είναι το αίτημα, το επείγον του ριζώματος ενός οργανωτικού σχεδίου, της μορφής της πάλης, στην παραγωγική πραγματικότητα, με την αναγνώριση της κοινωνικής της ιδιότητας. Η λενινιστική οπτική, αν δεν θέλουμε να την κλείσουμε στο ξέφτισμα της σοβιετικής εμπειρίας ή σε ένα δογματικό φετίχ, είναι, στον θεμελιώδη πυρήνα της, πάντοτε αυτή της στενής σύνδεσης της παραγωγικότητας της εργασίας και της πολιτικής οργάνωσης. Είναι μόνο η ζωντανή εργασία στο υψηλότερο επίπεδο της παραγωγικότητας που μπορεί να καθορίσει την επαναστατική ισχύ: αυτή είναι η κεντρική όψη του λενινισμού, που σε αυτή τη φάση, μετά το ’73, επανέρχεται από τα κινήματα της αυτονομίας εν μέσω αποσύνθεσης των πολιτικών δυνάμεων. Τα κινήματα διαισθάνονται το κοινωνικό γίγνεσθαι της παραγωγικότητας, με έναν τρόπο σταδιακά ηγεμονικό, ως δύναμη ενός νέου τρόπου παράγειν. Πώς θα συνδυαστεί αυτή η διαίσθηση και ο ορισμός του «κοινωνικού εργάτη» με το πάντοτε ενεργό σύνθημα της «άρνησης της εργασίας»; Πολλοί από εμάς θυμούνται το μαρξικό ρηθέν στα Grundrisse «η ικανότητα απόλαυσης βρίσκει τη συνθήκη της, το πρώτο της μέσον στην παραγωγική δύναμηˑ το εν δυνάμει της απόλαυσης είναι το προϊόν» και το προβάλλουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εργασίας και στην υψηλότερη παραγωγικότητα που αυτό εκφράζει –αναγνωρίζοντας σε αυτό το πέρασμα, όντας πραγματικό, μια αύξηση της παραγωγικής δύναμης μέσω μιας ευρείας εργασιακής συνεργασίας και έξω από τη μιζέρια του εργοστασίου. Αυτό ήταν, και είναι πάντοτε η άρνηση της μισθωτής εργασίας. Έξω από τη μιζέρια του εργοστασίου και έξω από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι ο κομμουνισμός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της «λατρείας του λαού», της οργανωμένης εργασίας σύμφωνα με τις παραδόσεις των αγροτικών περιοχών –και αυτή η παραγωγική διεκδίκηση σήμαινε, στη συγχρονικότητά της, την απομυθοποίηση και την επίθεση σε κάθε «εθνικο-λαϊκή» ψευδαίσθηση, που είχε πριμοδοτήσει το ΙΚΚ. Ο κόμβος παραγωγικότητα της εργασίας/καταστροφή της μισθωτής εργασίας δεν είχε εναλλακτική –η εργασία αποθεώνεται μόνο στον βαθμό που αρνείται τη μορφή του μισθού, η παραγωγικότητα αποθεώνεται μόνον όταν απελευθερώνει τον άνθρωπο από τη μιζέρια της προσταγής.

   Είπαμε ότι υπήρχαν δύο γραμμές οι οποίες, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, απαντούσαν στην εξασθένηση των αγώνων του εργάτη-μάζα. Η δεύτερη μελετά τη γέννηση της γνωσιακής εργασίας ως άξονα της εργατικής ανασύνθεσης. Ωστόσο, το κοινωνικό γίγνεσθαι της ζωντανής εργασίας –όπως έχουμε δει μέχρι εδώ– προηγείται του γνωσιακού γίγνεσθαι. Για κάποιον καιρό οι δύο διαδικασίες δεν υπερτίθενται αλλήλων. Αυτό εξηγεί γιατί ο δεύτερος δρόμος εκείνη την περίοδο (που είναι πιο κλασικά λενινιστική από την πρώτη) βρίσκει δυσκολίες να μεταφερθεί κατά τρόπο άμεσο στους αγώνες. Επιδιώκει την ανασύνθεση της ζωντανής εργασίας στο κοινωνικό εργοστάσιο της General Intellect. Αποτελεί μια ισχυρή προεικόνιση, που μονάχα τα χρόνια της δεκαετίας του ’90, θα αρχίσει να βρίσκει την πολιτική της έκφραση. Όμως ήδη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 είναι παρούσα στις αγωνίστριες και στους αγωνιστές. Η ανάγνωση του «θραύσματος στις μηχανές» των Grundrisse, που ήδη εδώ και μια δεκαετία είχε μεταφραστεί στα «Κόκκινα Τετράδια» και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε εξιτάρει έντονα τη φαντασία των κομμουνιστών, γίνεται τώρα υλικό έρευνας. Μέσω της έρευνας γίνεται κατανοητό, ακριβώς επειδή η παραγωγή επεκτείνεται στο έδαφος, αυτό που απαιτείται προκειμένου να ενσωματώσει νέες γνώσεις και τους επακόλουθους τεχνολογικούς μετασχηματισμούς. Το κοινωνικό εργοστάσιο δεν επανέφερε το εδαφικοποιημένο «εργοστάσιο», η επικοινωνία γινόταν θεμελιώδης στην παραγωγική διαδικασία, οι τεχνικές της εκμετάλλευσης μετασχηματίζονταν και η αντίσταση επικεντρωνόταν σε αυτές τις νέες διαστάσεις. Υπήρχε η διαίσθηση, σε αυτή την έρευνα, είτε ότι σε αυτό το πέρασμα η παραγωγή των εμπορευμάτων και η αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής αλληλοκαλύπτονταν είτε ότι η γνώση γινόταν η θεμελιώδης εργατική δύναμη –και, συνεπώς, ότι ο κοινωνικός εργάτης αντιπροσώπευε μονάχα την αρχή της παρουσίας μιας νέας παραγωγικής φιγούρας της ζωντανής εργασίας.

   Δύο συνεπώς είναι οι δρόμοι που το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ακολουθούνται, αυτός της διάχυτης αυτονομίας και εκείνος της ανασύνθεσης ενός ενιαίου σχεδίου γύρω από την ταξική ηγεμονία της General Intellect –και αμφότεροι οι δρόμοι έχουν ένα λενινιστικό αποτύπωμα. Ο λενινισμός όχι μόνο διατηρείται, αλλά η επίδρασή του πολλαπλασιάζεται σε εκείνο το κύμα. Περπατήσαμε αμφότερους τους δρόμους, εκτιμώντας της ακραία δυσκολία της στιγμής στην οποία βιώσαμε την διάλυση του παλιού σχεδίου του ΙΚΚ, των κοινωνικών συνθηκών του, αλλά και την προέλαση της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης. Ο λενινισμός, πράγματι, δεν είναι απλώς η ιδέα για την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ μια οργανωτικής δύναμης και του ριζώματός της σε μια κοινωνική δυναμική που τείνει να είναι καταφατική και νικηφόρα –το λενινιστικό οργανωτικό πλαίσιο αναπτύσσεται με μια ισχυρή αναφορά σε δύο ζητήματα, αυτό της εξάλειψης του κράτους και εκείνο της κατάφασης του Κοινού. Μπορούμε ίσως να αγωνιστούμε ως λενινιστές και επαναστάτες (κάτι ήδη γνωστό τη δεκαετία του ’70) μέσα στο κράτος και να προβάλλουμε ένα επαναστατικό μονοπάτι που θα χρησιμοποιήσει τους κρατικούς θεσμούς σε ιδιαίτερες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα της εργατικής τάξης, όμως αυτή η διαδικασία χρησιμοποίησης του κράτους πρέπει να περιορίζεται (και επιμένουμε ως προς αυτό) στο δημοκρατικο-αστικό στάδιο της επαναστατικής ανάπτυξης. Ο σκοπός των κομμουνιστών, της διαρκούς τους επανάστασης, είναι αυτός της εξάλειψης του κράτους και της προώθησης του Κοινού για τη νομιμοποίηση, κατά τρόπο αποκλειστικό, της κοινωνικής τάξης. Είναι σε αυτό το πεδίο που επιβεβαιώνεται η ανάπτυξη των αγώνων της αυτονομίας το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και σε όλες της τις διαστάσεις, από τις πιο εύθραυστες, συνδεδεμένες με τη θεωρητική δουλειά πάνω στη θεματική της General Intellect, μέχρι τις πιο άκαμπτες, συνδεδεμένες με τη διάχυτη κοινωνική οργάνωση μιας αυτονομίας που προσπαθεί να παγιωθεί μέσω της αντίστασης απέναντι στις νέες μορφές (νεοφιλελεύθερες)της παραγωγής –λοιπόν, σε κάθε μία από αυτές τις μορφές αντίστασης υπήρχε πάντοτε ένας υπόρρητος λενινισμός. Ήταν προφανές ότι με την καταστολή των κινημάτων στα τέλη της δεκαετίας του ’70, κάθε σχέδιο της «χρήσης του κράτους» κατέστη αδύνατο.

   Για να τελειώνουμε. Υπάρχουν τρία σημεία στα οποία επιμείναμε σε σχέση με την ιταλική υποδοχή του Λένιν στους αγώνες της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη εκτίμηση έχει να κάνει με την ανάπτυξη μιας συνεκτικής ανάλυσης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου, που φτάνει στην προβολή μιας πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου, ανακαλύπτοντας την περιεκτική σχέση που έχει η οργάνωση του κόμματος με την ανάλυση του εργοστασίου –συνεπώς ο Λένιν προκαλεί την εμφάνιση του κόμματος της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου και του δίνει τη φιγούρα του αντεστραμμένου εργοστασίου. Το δεύτερο σημείο, παρμένο επίσης από τον Λένιν, συνίσταται στο να τεθεί με τον ίδιο τρόπο το ζήτημα της ανακοπής της καπιταλιστικής ανάπτυξης μέσω της κατάφασης της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης. Είναι μια γραμμή ικανή να αντιστρέψει τη σειρά της σχέσης που υπάρχει μεταξύ της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου και της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης, αφού πρώτα οικοδομήσει τη συνέχεια. Το τρίτο σημείο στο οποίο επιμείναμε, είναι ο άμεσα προγραμματικός χαρακτήρας που προσλαμβάνει το κόμμα στον Λένιν: αυτό φτιάχνεται για την κομμουνιστική επανάσταση και για τίποτ’ άλλο πέρα από αυτό. Σε αυτά τα τρία σημεία νομίζουμε ότι μπορούμε να δώσουμε μια ερμηνεία που θα επαληθεύει την καταλληλότητά της σε σχέση με έναν διπλό μετασχηματισμό των συνθηκών στις οποίες ο λενινισμός απεδείχθη νικητής: αυτή –ουσιώδης ως προς την παγίωση του εργάτη-μάζα– που υλοποιείται ολοκληρωτικά τη δεκαετία του ’60ˑ και αυτή που είδαμε με τη γέννηση του κοινωνικού εργάτη και την ανάπτυξη της General Intellect η οποία, τη δεκαετία του ’70, αρχίζει να πειραματίζεται στη φωτιά της χαοτικής ανάπτυξης της ταξικής πάλης υπό την επιθετική καπιταλιστική αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής.

   Έχουμε ήδη υπογραμμίσει τη στενή σχέση «τεχνικής σύνθεσης/πολιτικής σύνθεσης» στη σκέψη του Λένιν. Αυτός ο δε-σμός θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια, με τον μετασχηματισμό των πολιτικών μορφών της εργατικής οργάνωσης. Το κόμμα του Λένιν υπάρχει στην «τυπική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο και σε αυτές τις συνθήκες φτιάχνονται οργανώσεις μαζικές και πρωτοποριακές ως διαφορετικές λειτουργίες της επαναστατικής δράσης –η μία είναι τα σοβιέτ, η άλλη το κόμμα. Αντιθέτως τη δεκαετία του ’60 βρισκόμαστε στην πλήρη ανάπτυξη της «πραγματικής υπαγωγής»: η πρωτοπορία τοποθετείται τώρα στην καρδιά της ζωντανής εργασίας, γίνεται εργατική μαζικοποίηση. Τεχνική σύνθεση και πολιτική σύνθεση, μπορούμε να πούμε, τείνουν να εκδηλώνονται πολιτικά και να εκφράζονται με συνελευσιακές μορφές, ερχόμενες σε σύγκρουση με την καπιταλιστική ικανότητα να διαλύει τις συνθήκες της ύπαρξης (μέσω της παγκοσμιοποίησης… όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Είναι εν μέσω αυτής της επίθεσης, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, που ξανασκεφτόμαστε το πρόβλημα της οργάνωσης, διακριβώνοντας κατά πρώτο λόγο μια γραμμή αντίστασης που εμφανίζεται και ενσαρκώνεται στις παύσεις και/ή στις καθυστερήσεις της καπιταλιστικής πρωτοβουλίαςˑ και ένα δεύτερο μοντέλο το οποίο, με λενινιστικό τρόπο, προσπαθεί να αντιληφθεί τη νέα εμφάνιση και τη νέα φιγούρα της πρωτοπορίας. Η οικοδόμηση του επαναστατικού εγχειρήματος της General Intellect, της προσωρινής «μαζικής διάνοιας» και της κοινωνικής ευφυΐας της αποξενωμένης στη χρηματική αφαίρεση, αυτή είναι η έξοδος στην οποία μια νέα βιοπολιτική της εκμετάλλευσης και μια νέα φαντασία του «επαναστατικού εγχειρήματος» διασταυρώνονται, εκείνα τα χρόνια της πιο βαριάς καταστολής –αποτελώντας τη θεωρητική ελπίδα μιας επανεμφάνισης του κινήματος σε νέες βάσεις.

   Αυτού λεχθέντος, δεν μπορούμε βεβαίως να ξεχάσουμε ότι, τη δεκαετία του ’70, η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων της αυτονομίας και των συντρόφων του ΙΚΚ γύρω από τον ορισμό της ταξικής σύνθεσης ήταν άγρια. Εκείνα τα χρόνια, η παρουσία στη σκηνή του κοινωνικού εργάτη ερμηνεύτηκε ως η εμφάνιση μιας «δεύτερης κοινωνίας», ανίκανης να συνδεθεί με την εργατική τάξη, προορισμένη μάλλον να εγκλωβιστεί σε ένα γκέτο, συνεπώς να πρέπει να αποκλειστεί κοινωνικά και να αντιπαλευτεί πολιτικά –και οποτεδήποτε γινόταν πολύ ανήσυχη, να συντριβεί μέσω κατασταλτικών μέσων. Και σε αυτή την πολεμική υπήρξαν διάφορες ερμηνείες του Λένιν: η πρώτη, κολλημένη στο πρωτείο του πολιτικού –που σήμαινε το πρωτείο του κόμματος τη στιγμή κατά την οποία, μέσω του ιστορικού συμβιβασμού, γινόταν κράτοςˑ η δεύτερη, που αποδεχόταν την ενεργητική λενινιστική πρόσκληση να μην αφεθεί έξω από το επαναστατικό κίνημα κανένα κοινωνικό στρώμα –προπάντων αν αυτό, όπως ήταν η περίπτωση του κοινωνικού εργάτη, είχε μια κλήση στο να καταστεί η ηγεμονική αντιπροσώπευση της ζωντανής εργασίας. Όμως υπήρχε και μια άλλη οπτική, σε αυτή τη σύγκρουση γύρω από τον λενινισμό, μεταξύ των δυνάμεων του νέου προλεταριάτου και του ΙΚΚ. Εκδηλώθηκε όταν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις, οργανωμένες στα κομμουνιστικά κόμματα, μέμφονταν τα κινήματα για την ανικανότητά τους να συγκροτηθούν σε πολιτική δύναμη. Οι συνελεύσεις, ο συνελευσιασμός, η ικανότητά του να εκφράζει ριζοσπαστικές γραμμές πάλης και ανασύνθεσης των μαζών και της πρωτοπορίας, όλα αυτά ανέντιμα απωθούνταν. Επισημαίνουμε το γεγονός ότι το ανολοκλήρωτο αυτών των πειραματισμών οργάνωσης δεν μπορεί να αφήσει χώρο στην κριτική εκείνων οι οποίοι, έχοντας την ιδέα του κόμματος, αρνήθηκαν κάθε αρχή μαζικής συμμετοχής, συνεργατικής επεξεργασίας του πολιτικού σχεδίου –αρνούμενοι, έτσι, να αντιπροσωπεύσουν την κομμουνιστική ελπίδα. Μέσα σε αυτό το μπέρδεμα βρισκόμαστε και σήμερα. Η δεκαετία του ’70 ανέδειξε ένα πρόβλημα, αυτό της αναδιοργάνωσης του προλεταριάτου, αναγνωρίζοντας τις νέες ρίζες, εμπιστευόμενη στη «διαρκή έρευνα» όποιες ενδείξεις προόδου υπάρχουν σε σχέση με την οικοδόμηση του επαναστατικού σχεδίου. Σε αυτή τη γραμμή υπήρξαν σημαντικές εμπειρίες (πιο συγκεκριμένα οι αγώνες για έναν άλλο κόσμο το 1999-2001 και οι αγώνες των indignados από το 2011 μέχρι σήμερα) νέων μορφών οργάνωσης. Αν θέλουμε να αποκαλέσουμε «πρόβλημα Λένιν» το πρόβλημα της οργάνωσης που άνοιξε τη δεκαετία του ’70 και σήμερα βρίσκεται και πάλι μπροστά μας, μπορούμε δίχως άλλο να το κάνουμε, γιατί καταλαβαίνουμε ότι η επίκληση του Λένιν δεν σημαίνει νοσταλγία ή οργανωτικό φετιχισμό, αλλά αφορά μια νέα λύση για προβλήματα που αυτός έθεσε και έλυσε νικηφόρα.■

 

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο «Euronomade» στις 10 Σεπτέμβρη 2017. Στην παρατιθέμενη φωτογραφία διακρίνονται οι Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι, ο Φράνκο Πιπέρνο και ο Νάννι Μπαλεστρίνι.

 

Υ.γ (του μεταφραστή): Και ενώ το 2023 τελειώνει, χάσαμε δύο από τις σημαντικότερες μορφές του εξεγερτισμού αλά ιταλικά: τον Αλφρέντο Μαρία Μπονάνο (από την πλευρά του αναρχικού εξεγερτισμού) και τον Τόνι Νέγκρι (από την πλευρά του λενινιστικού εξεγερτισμού). Αμφότεροι μας συντρόφευσαν στις εκδοτικές μας περιπέτειες από το 1985 μέχρι σήμερα. Στη σειρά Αγριόγατα των Αυτόνομων Εκδόσεων είχαμε δημοσιεύσει το μακρινό 1986 ένα κείμενο-ημερολόγιο του Μπονάνο για τον ένοπλο αγώνα στην Ιταλία, ενώ το 1992 (και συνεχίσαμε με εκδόσεις κειμένων και έργων του μέχρι σήμερα) είχαμε εκδώσει, ως Ελευθεριακή Κουλτούρα» πλέον, κείμενα του Νέγκρι με τον τίτλο Η μηχανή του χρόνου. Μας λείπουν ήδη αμφότεροι, όχι μόνο εκδοτικά, αλλά και ως σκέψη και πρακτική για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου, σίγουρα καλύτερου από τον υπάρχοντα. Ειδικά για την Ιταλία, η απώλεια τέτοιων μορφών, όπως και άλλων τα τελευταία χρόνια, σίγουρα σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός άκρως ενδιαφέροντος κύκλου αγώνων, λογικών αλλά και προσωπικοτήτων. Εναπόκειται στις νεώτερες και τους νεώτερους, η καθεμιά και ο καθένας από τη σκοπιά της/του, να φτιάξουν και να ξετυλίξουν το δικό τους μαυροκόκκινο νήμα, ανοίγοντας τον νέο κύκλο αγώνων. Ίδωμεν. 

 

 


Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Ένα παράθυρο, μια πόρτα… (από έναν που ήταν εκεί από την αρχή της ωραίας περιπέτειας, που ξεκίνησε το 1996 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα)



Συνήθως, το άνοιγμα ενός παράθυρου είναι ένα κάλεσμα στον έξω κόσμο για να μπει, σε έναν βαθμό, στον ιδιωτικό μας χώρο, σπίτι, γραφείο, κατάστημα, εργαστήριο… Επίσης και το άνοιγμα μιας πόρτας είναι κάτι ανάλογο, ένα κατώφλι που το περνάμε για να βγούμε έξω, στον δημόσιο χώρο, για να συναντήσουμε φίλες και φίλους, για να πάμε στη δουλειά, στη διαδήλωση, στη διασκέδαση… Το κλείσιμο του παραθύρου και της πόρτας είναι η επιστροφή στην ιδιωτικότητά μας, κάποιες φορές πικρή και επώδυνη, άλλοτε, ευτυχής και ανακουφιστική. Στις 25 Αυγούστου 2023 οι δυνάμεις καταστολής ακύρωσαν, για μια ακόμη φορά, τόσο τη λειτουργία των παραθύρων όσο και αυτή της πόρτας στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων. Τα παράθυρα κλειστά και η πόρτα σφραγισμένη με τσιμέντο. Κανείς δεν μπαίνει και κανείς δεν βγαίνει, τίποτα δεν ανοίγει και όλα κλείνουν. Ο ιδιωτικός χώρος, που με ένα άνοιγμα μετατρέπεται σε δημόσιο και λειτουργεί πλέον ως τέτοιος, πεμπτουσία των αυτοδιευθυνόμενων κοινωνικών κέντρων παντού στον κόσμο, με το τσιμέντωμα των παραθύρων και της πόρτας ακυρώνεται τόσο ως ιδιωτικός όσο και ως δημόσιος, μετατρεπόμενος σε ένα περίκλειστο κέλυφος στα χέρια ανθρώπων που το μόνο το οποίο ονειρεύονται είναι μικρές και μεγάλες φυλακές. Να όμως, που καμιά φορά τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι όπως θέλουν μικρά και μεγάλα αφεντικά, η παρέγκλιση του Επίκουρου και του Λουκρήτιου εμφανίζεται και πάλι, τα παράθυρα ανοίγουν, η τσιμεντένια πόρτα καταρρέει και το κτίριο ξαναγίνεται δημόσιος χώρος, με ένα κατώφλι-πέρασμα για επιθυμίες, απολαύσεις, ματαιώσεις, αρνήσεις, αποτυχίες, χαρές, πίκρες, για όλα αυτά δηλαδή που περιλαμβάνει η πραγματική ζωή. Στις 9 Δεκέμβρη 2023, κι ενώ το παράθυρο του εκκενωμένου στεκιού Νάξου και Κρασσά ανοίγει και πάλι, ξαφνικά στις 3 το μεσημέρι, ένα σμήνος ελεύθερων πουλιών της μητρόπολης εισχωρεί και πάλι στο σφραγισμένο κτίριο. Το παράθυρο ξανακλείνει με την είσοδο και του τελευταίου πουλιού και το σκηνικό μεταφέρεται πλέον στην ταράτσα, όπου οι καταληψίες εκτοξεύουν το δικό τους σινιάλο ελευθερίας στην παγωμένη μητρόπολη. Μέσα σε λίγα λεπτά καταφθάνει η «χρυσή ορδή» των αλληλέγγυων αλλά και, επίσης σε σύντομο χρονικό διάστημα, η πολεμική μηχανή των κρατούντων, που επιτίθεται ανελέητα στους ελεύθερους νομάδες. Κατ’ αρχήν φαίνεται να επικρατεί, ο κόσμος δέρνεται, συλλαμβάνεται, σκορπίζεται. Όμως το σμήνος των πουλιών κρατάει τη θέση του, το ανακαταληφθέν κτίριο δεν παραδίδεται. Η ορδή ξαναμαζεύεται έστω και αποδυναμωμένη, οι κάτοικοι της γειτονιάς έχουν ανοίξει τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών τους και έχουν δείξει μια (ανέλπιστη;) έμπρακτη αλληλεγγύη στους καταδιωκόμενους, φωνάζουν από τα μπαλκόνια, κατεβαίνουν στον δρόμο, παίρνουν ανοιχτά τη θέση των αμφισβητιών αυτής της παθητικο-σαπισμένης κοινωνίας, τους τονώνουν το ηθικό, τους περιποιούνται τα τραυματισμένα σώματα, σφαλίζουν τις πόρτες τους για να μην μπουν οι κρανοφόροι βίαιοι με την εγγύηση του κράτους και, έτσι, απογοητεύουν τα σιδερένια πρόσωπα που νόμιζαν ότι θα έχουν και στο ψυχολογικό επίπεδο το πάνω χέρι. Στις 18.00 περίπου η πολεμική μηχανή του κράτους ξαφνικά αποσύρεται αφού βλέπει πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε, η γειτονιά απελευθερώνεται, η πρώτη μάχη κερδήθηκε. Το παράθυρο του στεκιού ξανανοίγει και ο κόσμος αρχίζει να μπαίνει στο απελευθερωμένο κτίριο. Ο αυτοδιευθυνόμενος κοινωνικός-δημόσιος χώρος, ελεύθερος και οικειοποιημένος και πάλι, υπερνικάει την ιδιωτικότητα της πλήξης και της ιδιοτέλειας, μέσα στο σκοτάδι άνθρωποι αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε, δακρύζουν, όχι πια από τα δακρυγόνα, αλλά από τη συγκίνηση που φέρνει η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη. Ο χορός της «χρυσής ορδής» ξεκινάει και πάλι, μαζί με τα γελαστά πρόσωπα του σμήνους των πουλιών της απελευθέρωσης και κρατάει μέχρι αργά το βράδυ. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 10 Δεκέμβρη, τα κινηματικά συνεργεία δουλεύουν ακούραστα, καθαρίζουν τα πεζοδρόμια και τα λαβωμένα από τα δακρυγόνα αυτοκίνητα των περιοίκων, τακτοποιούν τον χώρο, ανάβουν τον ξυλόφορνο στην αυλή (που τις πίτσες του είχαμε τιμήσει δεόντως ένα βράδυ, λίγες μέρες πριν την κατασταλτική επίθεση της αστυνομίας και των εργολάβων), εστία τροφής και θαλπωρής, η παλιά σιδερένια πόρτα ξανανοίγει, όντας επιδιορθωμένη και αποκαταστημένη, οι τσιμεντόλιθοι του αποκλεισμού εναποτίθενται στη γωνία Νάξου και Κρασσά, να θυμίζουν την αποτυχία των αφεντικών να πάρουν έναν ακόμη χώρο ελευθερίας. Το βράδυ τα ανοιχτά παράθυρα και η ανοιχτή πόρτα καλωσορίζουν το πλήθος των συντροφισσών και των συντρόφων που έρχονται να γιορτάσουν την ανακατάληψη. Παντού ευτυχισμένα πρόσωπα, ζεστές αγκαλιές, ποτά και καλούδια, ατέλειωτο τραγούδι από την ορχήστρα, σφιγμένες γροθιές, συνθήματα… Το κατώφλι περνιέται και ξαναπερνιέται, κουφάλες δεν τελειώσαμε και να που επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ο Τζούλιαν Μπεκ όταν έλεγε ότι μικρή μας φυλή τελικά είναι αύθραυστη.

 

Υ.γ. Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του Roberto Carcano (1952-2023), που τη δεκαετία του 1979 αγωνίστηκε στον χώρο της μιλανέζικης Αυτονομίας γύρω από την εφημερίδα «Rosso». Μετά το 1977 και μετά το σχίσμα της ομάδας του «Rosso», συμμετείχε στους «Formazioni coumuniste combattenti», μαζί με τον Corrado Alunni, τον διασήμοτερο κινηματικό ληστή τραπεζών. Μετά την αποχώρησή του από την οργάνωση κατέφυγε διωκόμενος στο Μεξικό, απ’ όπου επέστρεψε τον Σεπτέμβρη του 1978, μετά τη σύλληψη του Αλούνι. Τελικά συνελήφθη τον Μάη του 1979 μαζί με άλλους μαχητές και μαχήτριες σε μια συνάντηση σε ένα μπαρ στο Κόμο, μετά από την κατάδοση ενός πρώην συντρόφου τους, του Rocco Ricciardi, που είχε περάσει στη δούλεψη των καραμπινιέρων. Μετά τη δίκη του και μια βαριά καταδίκη, κρατήθηκε στην ειδική φυλακή του Τράνι και μετά στη Ρεμπίμπια της Ρώμης. Αποφυλακισθείς το 1987, αφιερώθηκε στο οικονομικό ρεπορτάζ, στην ιστορική έρευνα, στη μελέτη των τοξικοεξαρτήσεων και σε πολλά άλλα, όμως πάνω απ’ όλα στη συγγραφή, το αγαπημένο του πάθος, μαζί με το άλλο, εκείνο για τη μουσική. Κομμουνιστής, υπαρξιστής, ρομαντικός, πάντοτε «τρελαμένος», τέκνο μιας εποχής που στη γείτονα χώρα μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί.