Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Η συμμορία Μπελίνι (επανέκδοση)


Μιλάνο. Δεκαετία του 70. Ο φασίστας Τζούσβα, κρυμμένος σ΄ ένα ασθενοφόρο, σημαδεύει την είσοδο μιας πολυκατοικίας, περιμένοντας να βγει ο στόχος του. Είναι πολλοί οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν. Ο άνθρωπος που θέλει
να δολοφονήσει είναι ο Αντρέα Μπελίνι, ξανθός με μακριά μαλλιά, ψηλός ένα μέτρο και ενενήντα, φοράει μακριά καμπαρτίνα και γυαλιά Ray- ban. Εδώ και χρόνια ηγείται της πιο τρομερής κινηματικής ομάδας περιφρούρησης, μιας παρέας νέων από τη γειτονιά του Καζορέτο που επέλεξαν το δρόμο της πολιτικοποίησης και της μαχητικότητας, έχοντας στο μυαλό τους εικόνες από τη ταινία του Σαμ Πέκινπα «Άγρια Συμμορία» και αποφασισμένοι να διατηρήσουν πάση θυσία την κοινωνική και πολιτική τους Αυτονομία. Το μυθιστόρημα Μάρκο Φίλοπατ (ακτιβιστής, συγγραφέας και μέλος της κολεκτίβας των εκδόσεων Shake με έδρα το Μιλάνο) αναπαράγει το έπος της Συμμορίας Μπελίνι, έναν πραγματικό μητροπολιτικό μύθο ( που για έναν περίπου χρόνο ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αφηγήθηκε στον συγγραφέα καθώς περιπλανιόταν στα μπαρ) αποτελούμενο με συγκρούσεις με την αστυνομία, κυνηγητό στους φασίστες και τους πρεζέμπορους, έρωτες, φόβους , δραματικές διαμάχες, λεηλασίες, καταλήψεις, μεθύσια, χαρές και απογοητεύσεις, διαρκή περιπλάνηση στο μητροπολιτικό πεδίο. Η ιστορία της συμμορίας Μπελίνι μπορεί εύκολα να διαβαστεί σαν επιτομή στους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας του ’70 και του ’80 αλλά και (τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών) σαν αυτή κάποιων παρεών – ομάδων του αναρχικού χώρου στην Αθήνα τις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 . Η σημασία της παραμένει αναλλοίωτη και αυτό είναι κάτι που καθιστά το μυθιστόρημα όχι μόνο άκρως συναρπαστικό, αλλά και εξαιρετικά επίκαιρο..

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Jean Baudrillard Η ΙΟΓΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


Το AIDS, τα κραχ των χρηματιστηρίων (λόγω της αλυσιδωτής αντίδρασης που προκαλεί μια απότομη ανισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης τίτλων), οι ηλεκτρονικοί ιοί· συμπαρασυρόμαστε από συμβάντα που λειτουργούν σαν υπεραγωγοί, από άκαιρους και διεθνείς εκτροχιασμούς που δεν αφορούν μονάχα κράτη, άτομα και θεσμούς, αλλά μάλλον ολόκληρες εγκάρσιες δομές: το φύλο, το νόμισμα και την επικοινωνία.Τα τρία γεγονότα δεν μπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο, ωστόσο συγγενεύουν. Ακόμη και το AIDS είναι ένα είδος κραχ των σεξουαλικών συνηθειών· οι επεξεργαστές, μολυσμένοι από ένα είδος AIDS, έπαιξαν έναν ιογενή ρόλο στο κραχ της Ουώλ Στρητ το 1987, με την καλπάζουσα μόλυνσή τους να μπορεί επίσης να παρομοιαστεί μ’ έναν κραχ των πληροφοριακών αξιών. Η μόλυνση δεν είναι ενεργή μόνο στο εσωτερικό ενός συστήματος, αλλά κυκλοφορεί από το ένα σύστημα στο άλλο.
Ολόκληρο το σύνολο μοιάζει να κινείται γύρω από μια πιο γενική εικόνα, που είναι αυτή της καταστροφής. Σίγουρα, σημάδια αυτής της μολυσματικότητας, αυτής της εσωτερικής απορύθμισης μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά εδώ και καιρό στο εσωτερικό οποιουδήποτε συστήματος: το AIDS στο ενδημικό πεδίο, το κραχ στο περίφημο προηγούμενό του 1929 και στον πάντοτε υπαρκτό κίνδυνο μιας ανατροπής των χρηματιστηριακών αξιών, η ηλεκτρονική πειρατεία με τα τουλάχιστον είκοσι χρόνια ιστορία στην πλάτη της. Αλλά η ένωση όλων αυτών των ενδημικών μορφών, το σχεδόν ταυτόχρονο πέρασμά τους στη μολυσματική κατάσταση, στην καλπάζουσα ανωμαλία, είναι που δημιουργεί μια συνθήκη εντελώς αυθεντική και άκρως ενδιαφέρουσα. Εξάλλου, οι επιδράσεις στη συλλογική συνείδηση δεν είναι του ίδιου τύπου: αν το AIDS μπορεί να θεωρηθεί (με τη συνέργεια των φημών που διαδίδουν τα ΜΜΕ) μια πραγματική καταστροφή, το κραχ εμφανίζεται αντιθέτως σαν ένα παιχνίδι καταστροφών· τέλος ο ηλεκτρονικός ιός ναι μεν μπορεί να έχει συνέπειες ουσιαστικά δραματικές, αλλά είναι την ίδια στιγμή μια διασκεδαστική ειρωνεία, ένα είδος καταστροφικής παρωδίας παρόμοιας με τη μόλυνση που προκαλεί το γέλιο (το γέλιο είναι μια μορφή μόλυνσης που γεννιέται από μια καταστροφή, αν και απειροελάχιστη, του πραγματικού: πρόκειται για μια καταστροφή σε ομοιοπαθητικές δόσεις). Η ξαφνική επιδημία που καταβάλλει τον υπολογιστή, καταστρέφοντας τα ανοσοποιητικά αμυντικά του συστήματα, μπορεί συνεπώς να προκαλέσει, τουλάχιστον στο επίπεδο της φαντασίωσης, μια δικαιολογημένη ευθυμία (για όλους εκτός από τους επαγγελματίες του κλάδου).
Σε αυτές τις διαφορετικές όψεις ενός έκκεντρου νεφελώματος θα πρόσθετα δύο πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία όμως επικαλούνται συνεχώς τους ίδιους μηχανισμούς. Η τέχνη αντιμετωπίζει διαρκώς το πρόβλημα του ψευδούς, του αυθεντικού, του αντιγράφου, των κλώνων, της προσομοίωσης: πρόκειται για μια πραγματική μόλυνση που αποσταθεροποιεί τις αισθητικές αξίες και τους στερεί την ανοσία τους. Ταυτοχρόνως παρευρισκόμαστε στην κερδοσκοπική και παραληρηματική πλειοδοσία στην αγορά της τέχνης, που στην πραγματικότητα δεν είναι πια μια αγορά αλλά μάλλον ένας κεντρόφυγος πολλαπλασιασμός της αξίας, που ανταποκρίνεται πλήρως στη μετάσταση ενός σώματος το οποίο ακτινοβολεί ένεκα της μεγάλης ποσότητας χρήματος.
Το δεύτερο αποτέλεσμα έχει να κάνει με την τάξη του πολιτικού. Πρόκειται για την τρομοκρατία. Δεν υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει περισσότερο με τον μηχανισμό της αλυσιδωτής ενδιάμεσης αντίδρασης της τρομοκρατίας στις ακτινοβολούσες κοινωνίες μας (και με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτή η ακτινοβολία; Μέσω της υπερτήξης της ευτυχίας, της ασφάλειας, της πληροφόρησης και της επικοινωνίας; Ή ίσως λόγω της αποσύνθεσης των συμβολικών κόμβων και των θεμελιωδών κανόνων του κοινωνικού συμβολαίου; Who knows;) από το AIDS, τους κερδοσκόπους (των επιχειρήσεων) και τους hacker (οι πειρατές της πληροφορίας). Ακόμη και η μόλυνση της τρομοκρατίας είναι στιγμιαία, εφήμερη, αινιγματική, ασυγκράτητη. Ακόμη και η κράτηση ομήρων είναι μολυσματική: όταν ένας κατασκευαστής κυκλωμάτων εισάγει στο πρόγραμμα μια soft bomb, χρησιμοποιώντας την τελική καταστροφή του σαν μέσο πίεσης, δεν είναι σαν να κρατάμε όμηρο το πρόγραμμα και τις περαιτέρω δυνατότητές του; Και οι κερδοσκόποι τι άλλο κάνουν από το να πιάνουν και να κρατούν σε ομηρία τις επιχειρήσεις, κερδοσκοπώντας στο χρηματιστήριο για τον θάνατο και την ανάστασή τους;
Συνεπώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ευλόγως ότι όλα τα περιγραφέντα αποτελέσματα λειτουργούν ακολουθώντας το ίδιο μοντέλο με την τρομοκρατία (στο οποίο οι όμηροι έχουν μια εκτιμητέα αξία με τον ίδιο τρόπο που έχουν οι εταιρείες ή οι πίνακες), με το ίδιο διακύβευμα, την ίδια αδυναμία πρόβλεψης, τα ίδια αποτελέσματα αποσταθεροποίησης και αλυσιδωτής αντίδρασης· αλλά με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να ενταχθεί η τρομοκρατία στο μοντέλο του AIDS, του ηλεκτρονικού ιού ή των χρηματιστηριακών αναταράξεων: δεν προηγείται το ένα έναντι των άλλων, ούτε υπάρχει μια σχέση αίτιου αιτιατού. Πρόκειται για τον μοναδικό αστερισμό σύγχρονων και συνεργών φαινομένων.
Το κραχ παρατείνεται από τη φρενίτιδα της κερδοσκοπίας. Δεν περιορίζεται πλέον στην απόκτηση μετοχών αλλά στη λεηλασία των επιχειρήσεων. Δημιουργείται ένας ιογενής αναβρασμός του οποίου η τελική επίπτωση στην οικονομική αναδιάρθρωση είναι, σε πείσμα όσων λέγονται, καθαρά κερδοσκοπική. Διαμέσου αυτής της εξαναγκαστικής κυκλοφορίας υπάρχει η ελπίδα να επιτευχθούν κέρδη ακριβώς όπως στο χρηματιστήριο. Όχι κυρίως ένα αντικειμενικό κέρδος: το κέρδος από την κερδοσκοπία δεν είναι ακριβώς μια υπεραξία και αντιπροσωπεύει μια άλλη διάσταση του καπιταλισμού. Η κερδοσκοπία, όπως το πόκερ ή η ρουλέτα, έχει τη δική της λογική του βραχυκυκλώματος, της αλυσιδωτής αντίδρασης, της αύξησης της ισχύος, όπου υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο από τον ίλιγγο του παιχνιδιού, της πλειοδοσίας. Γι’ αυτό είναι άχρηστο να της αντιπαραθέτουμε μια οικονομική λογική· γιατί, από την άλλη πλευρά, είναι αυτό το οποίο καθιστά άκρως ενδιαφέροντα αυτά τα φαινόμενα: μια υπερχείλιση του οικονομικού με μια μορφή ριψοκίνδυνη και ιλιγγιώδη.
Το παιχνίδι φτάνει στο σημείο που γίνεται αυτοκτονικό. Μεγάλες επιχειρήσεις ξεφορτώνονται τις μετοχές τους (κάτι που είναι λάθος από οικονομικής πλευράς), καταλήγοντας να κερδοσκοπούν εις βάρος του εαυτού τους! Αλλά ακόμη κι αυτό εντάσσεται στο ίδιο τρελό παιχνίδι. Οι επιχειρήσεις, στην περίπτωση της κερδοσκοπίας, δεν ανταλλάσσονται και δεν κυκλοφορούν ως πραγματικό κεφάλαιο, ως παραγωγικές μονάδες, αλλά ως άθροισμα μετοχών, μονάχα όπως μια συγκεκριμένη παραγωγική δυνατότητα που αρκεί για να υπάρξει μια εικονική κίνηση της οικονομίας. Ότι από κάτι τέτοιο θα προκύψουν άλλα κραχ είναι ένα γεγονός πολύ πιθανό, για τον ίδιο λόγο που ισχύει κάτι ανάλογο για τις χρηματιστηριακές πράξεις: η κυκλοφορία είναι εξαιρετικά γρήγορη.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι και η ίδια η εργασία, η εργατική δύναμη μπαίνει σε αυτή την κερδοσκοπική τροχιά. Ο εργαζόμενος δεν πουλάει πλέον την εργατική του δύναμη με αντάλλαγμα έναν μισθό, όπως στον κλασικό καπιταλισμό, αλλά αυτό που πουλάει είναι μάλλον η ίδια η θέση του απασχόλησης, η θέση εργασίας· θα αποκτήσει άλλες που θα τις μεταπουλήσει σύμφωνα με τις διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας, η οποία τελικά θα γίνει, όπως λέει άλλωστε και η λέξη, μια πραγματική αγορά. Περισσότερο από το να έχεις μια κάποια θέση απασχόλησης, πρόκειται για την ανακύκλωσή της, δημιουργώντας μια εικονική κίνηση της απασχόλησης που αντικαθιστά την πραγματική κίνηση της εργασίας.
Φαντασίωση; Όχι και τόσο. Η ίδια η αρχή της πληροφορίας και της επικοινωνίας είναι αυτή μιας αξίας που δεν έχει να κάνει πλέον με την πληροφόρηση αλλά έχει ως βάση την καθαρή κυκλοφορία. Καθαρή αξία ενισχυμένη από το γεγονός ότι το μήνυμα, το νόημα, περνούν από τη μια εικόνα στην άλλη, από τη μια οθόνη στην άλλη. Δεν πρόκειται πλέον ούτε για την υπεραξία και την ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος (που ωστόσο έχουν ήδη προηγηθεί αυτής της διαδικασίας), που κατ’ εξοχήν βασίζονται πάντοτε στην αξία χρήσης και γι’ αυτό ανήκουν ακόμη στη σφαίρα του οικονομικού.
Εδώ, με την κυριολεκτική έννοια την όρου, δεν υπάρχει πλέον ούτε καν ανταλλαγή· έχουμε να κάνουμε με μια καθαρή κυκλοφορία και μια δικτυακού τύπου αλυσιδωτή αντίδραση. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός εντελώς νέου ορισμού της αξίας, συνδεόμενου με την καθαρή ταχύτητα και τον πολλαπλασιασμό των ανταλλαγών. Και αυτό συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος της σφαίρας της επικοινωνίας και της πληροφορίας: πρόκειται για ένα γεγονός της εν δυνάμει εικονικότητας και ουδέποτε της ενεργούς πραγματικότητας.
Αλλά αυτό διαοικονομικό μοντέλο της αξίας υπάρχει ήδη, κατά κάποιο τρόπο, στις πρωτόγονες κουλτούρες. Το kula είναι ένας κύκλος δώρων που αποκτούν τόσο μεγαλύτερη αξία όσο περισσότερο χαρίζονται και γίνονται αποδεκτά. Μπορεί να επιστρέψουν εκεί από όπου ξεκίνησαν χωρίς να έχουν αλλάξει, αλλά με την αξία τους να είναι εκατό φορές μεγαλύτερη. Παρεμπιπτόντως, σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο στην αγορά της τέχνης;
Και μόνο το γεγονός του περάσματος από τον έναν στον άλλο παράγει ένα είδος συμβολικής ενέργειας κυκλοφορίας που μεταμορφώνεται σε αξία. Αλλά αυτή η αξία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να παραχθεί ή να μεταφερθεί στο κύκλωμα των χρήσιμων αξιών. Μπορεί μόνο να κυκλοφορεί επ’ άπειρον και να πολλαπλασιάζεται ολοένα και περισσότερο (ή τελικά να καταρρεύσει, αν η σταματήσει η κυκλοφορία της). Το kula είναι κατά κάποιο τρόπο το ιερό επίπεδο, το σημαντικό επίπεδο της ανταλλαγής (συμβολικής). Το άλλο επίπεδο, εκείνο της ανταλλαγής, των ισοδυναμιών, δεν έχει καμία συμβολική αξία, είναι καθαρά λειτουργικό. Και το potlatch είναι μια κερδοσκοπική δομή, στην οποία υφίσταται παραγωγή της αξίας μέσω απλώς της ίδιας της ύπαρξης αυτού του παιχνιδιού.
Υπάρχει συνεπώς ένας απόηχος του kula και του potlatch σε αυτά τα συγκεχυμένα αποτελέσματα, που αντιτίθενται θεμελιωδώς στην οικονομική αρχή της αξίας και της ισοδυναμίας, της εργασίας και της παραγωγής; Όποια λογική κι αν υιοθετήσουμε (ακόμη και εκείνη της ριζοσπαστικής κριτικής), δεν ξέρουμε πώς να καταδικάσουμε αυτές τις υπερβολές. Όλοι, από την άλλη πλευρά, τις απολαμβάνουν όπως ένα θέαμα (το χρηματιστήριο, η αγορά της τέχνης, οι κερδοσκόποι). Είναι λες και απολαμβάνουμε να βλέπουμε τον θεαματικό καλλωπισμό του κεφαλαίου, το αισθητικό του ντελίριο. Την ίδια στιγμή απολαμβάνουμε, με μεγαλύτερη δυσκολία, με μεγαλύτερη λύπη, με τρόπο πολύ πιο αντιφατικό, τη θεαματική παθολογία αυτού του συστήματος, τους ιούς που, όπως το AIDS, το κραχ και οι πληροφοριακοί ιοί, οδηγούν στον εμβολιασμό αυτής της μηχανής της τόσο όμορφης για να τη χαλάσουμε. Αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια λογική: οι ιοί, η μολυσματικότητα ανήκουν στην ίδια λογική συνάφεια, και μάλιστα υπερλογική, όλων των συστημάτων μας, ακολουθούν τις ίδιες διαδρομές και δημιουργούν νέες (οι ηλεκτρονικοί ιοί διερευνούν τα όρια των δικτύων που δεν έχουν προβλεφτεί από τα ίδια τα δίκτυα). Οι ηλεκτρονικοί ιοί συνιστούν την έκφραση της θανατηφόρας διαφάνειας της πληροφορίας παντού στον κόσμο. Το AIDS είναι η απόρροια της θανατηφόρας διαφάνειας της σεξουαλικής απελευθέρωσης ολόκληρων ομάδων. Τα κραχ των χρηματιστηρίων είναι η έκφραση της θανατηφόρας διαφάνειας της οικονομίας, της αστραπιαίας κυκλοφορίας των αξιών που είναι η ίδια η βάση της απελευθέρωσης της παραγωγής και των ανταλλαγών. Αμέσως μόλις απελευθερωθούν, όλες οι διαδικασίες εισέρχονται σε μια υπερτήξη, ανάλογη με το πρωτότυπό της που είναι η πυρηνική υπερτήξη. Η γοητεία της εποχής μας προέρχεται επίσης από αυτή την υπερτήξη των διαδικασιών που αποσυνδέονται από το πραγματικό τους νόημα.
Δεν αποτελεί συνεπώς μικρό παράδοξο εκείνο το φαινόμενο της οικονομίας που επιστρέφει σαφώς θριαμβευτικά, ακόμη και στα ΜΜΕ. Δεν ξεχνάμε ότι και το σύμπαν των ΜΜΕ είναι ένα ιογενές σύμπαν και ότι η κυκλοφορία των εικόνων και των μηνυμάτων λειτουργεί σαν ένα αέναο κουτσομπολιό.
Αλλά στην πραγματικότητα, μπορούμε να μιλάμε ακόμη για οικονομία; Και μάλιστα για πολιτική οικονομία (τη λογική του κεφαλαίου); Σαφώς όχι. Η ταραχώδης πραγματικότητα της οικονομίας δεν έχει καθόλου το ίδιο νόημα που είχε στην κλασική ή τη μαρξιστική ανάλυση. Αφού ο κινητήριος μοχλός της δεν είναι πλέον η υποδομή της υλικής παραγωγής, ούτε η υπερδομή, αλλά αντιθέτως η αποδόμηση της αξίας, η αποσταθεροποίηση των αγορών και της πραγματικής οικονομίας, είναι ο θρίαμβος μιας οικονομίας που έχει απαλλαχθεί από τις ιδεολογίες, από τις κοινωνικές επιστήμες, από την ιστορία, από την πολιτική αλλά και από εκείνη την καθαρά κερδοσκοπική οικονομία· εν κατακλείδι πρόκειται για μια εικονική οικονομία που έχει απαλλαχθεί από την πραγματική οικονομία (στην πραγματικότητα, σίγουρα, όχι μόνο εικονικά: αλλά σήμερα δεν είναι η πραγματικότητα αλλά η εικονικότητα αυτή που έχει τη δύναμη), μια ιογενής οικονομία που επανασυνδέεται με όλες τις άλλες ιογενείς διαδικασίες. Η οικονομία ξαναγίνεται ένα είδος αρχετυπικού θεάτρου της πραγματικότητας σαν τόπος ιδιαίτερων αποτελεσμάτων, απρόβλεπτων συμβάντων (σχεδόν μετεωρολογικών), της αποδόμησης και της επίτασης της εσωτερικής λογικής της.
Ωστόσο όλοι συνεχίζουν να αναρωτιούνται: υπάρχει, θα υπάρξει μια πραγματική καταστροφή; Η απάντηση είναι η εξής: η καταστροφή είναι εικονική και δεν θα υπάρξουν πραγματικές καταστροφές γιατί εμείς ζούμε υπό το σημείο μιας εικονικής καταστροφής. Και αυτό έχει να κάνει με μια κατάσταση πραγμάτων η οποία, σε αυτή την περίπτωση, εμφανίζεται κατά τρόπο θορυβώδη: πρόκειται για την απόκλιση μεταξύ πλασματικής και πραγματικής οικονομίας· είναι ακριβώς αυτή η απόκλιση που μας προστατεύει από μια πραγματική καταστροφή της παραγωγικής οικονομίας. Αυτό είναι καλό ή κακό; Στην πραγματικότητα είναι ανάλογο με την απόκλιση ανάμεσα σε έναν πλανητικό πόλεμο και τους περιφερειακούς πολέμους. Οι δεύτεροι συμβαίνουν παντού στον κόσμο αλλά δεν ξεσπά ένας πυρηνικός πόλεμος. Αν δεν υπήρχε ανακολουθία ανάμεσά τους, εδώ και καιρό θα είχε συμβεί μια ατομική έκρηξη. Κυριαρχούμαστε από τις βόμβες, από εικονικές καταστροφές που δεν συμβαίνουν: το κραχ των χρηματιστηρίων και της διεθνούς οικονομίας (δεν έχει εκραγεί και δεν θα εκραγεί), η ατομική έκρηξη, η βόμβα του χρέους του τρίτου κόσμου, η δημογραφική βόμβα. Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά, αναπόφευκτα, κάποια μέρα θα εκραγούν, όπως έχει προβλεφτεί εδώ και χρόνια το γλίστρημα μέσα σε πενήντα χρόνια της Καλιφόρνιας προς τον Ειρηνικό εξαιτίας ενός γεωλογικού σχίσματος. Αλλά τα δεδομένα είναι τα εξής: βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου όλα αυτά δεν συμβαίνουν, σε μια κατάσταση εικονικής καταστροφής, αενάως εικονικής. Για μας αυτή είναι η κατάσταση των πραγμάτων, η μοναδική πραγματικότητα με την οποία αντικειμενικά έχουμε να κάνουμε: τα κεφάλαια γυρίζουν ασύδοτα σε μια τροχιά η οποία, όταν διαρρηγνύεται, δεν παράγει ουσιαστικές ανισορροπίες στην πραγματική οικονομία (σε αντίθεση με την κρίση του 1929, κατά τη διάρκεια της οποίας η έλλειψη συνοχής μεταξύ της πραγματικής και πλασματικής οικονομίας απείχε πολύ από το να υφίσταται και συνεπώς η καταστροφή της μεν απηχούσε την καταστροφή της δε) είτε γιατί η ίδια η πραγματική οικονομία είναι τόσο πολύ αβέβαιη ώστε να μπορεί να απορροφήσει εκείνα τα χτυπήματα που δεν μπορούσε να απορροφήσει το 1929 είτε γιατί η σφαίρα των εικονικών κεφαλαίων έχει σε τέτοιο βαθμό αυτοματοποιηθεί και μπει σε τροχιά, ώστε να μπορεί να πολλαπλασιάζεται ή να αυτοκαταστρέφεται χωρίς να αφήνει ίχνη.
Όμως αφήνει τουλάχιστον ένα καταστροφικό ίχνος: το κραχ δεν συμβαίνει τόσο στην οικονομία όσο στην οικονομική θεωρία, η οποία βρίσκεται εντελώς αφοπλισμένη ενώπιον αυτής της έκρηξης του αντικειμένου της. Γιατί όλα έχουν μετατραπεί σε πρόβλημα επικοινωνίας. Στη σφαίρα της τροχιάς των κεφαλαίων, υπάρχει άριστη επικοινωνία (μέσω των διεστραμμένων υπολογιστών και των golden boys, αυτών καθαυτών ανθρώπινων υπολογιστών). Είναι ακριβώς γι’ αυτό που βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση καταστροφής: υπάρχει πολύ καλή επικοινωνία. Αντιθέτως, ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες (την πραγματική οικονομία και την εικονική) δεν υπάρχει πλέον επικοινωνία. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Αφού αυτή η ρήξη, αυτή η απώλεια σημασιών της εικονικής οικονομίας είναι ακριβώς αυτό που της επιτρέπει να έχει τα θαυμαστά αποτελέσματά της και είναι επίσης αυτό που προστατεύει την πραγματική οικονομία από τις καταστροφές που μπορούν να συμβούν στην άλλη σφαίρα.
Μπορεί τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν η πραγματική οικονομία ξαναγινόταν η σημασία και το κριτήριο της πλασματικής οικονομίας (το όνειρο του κάθε οικονομολόγου); Τίποτα λιγότερο σίγουρο και, έτσι ή αλλιώς, σαφώς αδιανόητο.
Την ίδια στιγμή οι παραδοσιακοί θεωρητικοί του πολέμου οφείλουν να εμποδίσουν την έκρηξη του δικού τους ερευνητικού αντικειμένου. Αφού, παραδόξως, δεν είναι η βόμβα αλλά το αντικείμενο-πόλεμος που εκρήγνυται σε δύο, σαφώς διακριτά, μέρη: σε έναν πόλεμο εικονικό, πλανητικό και σε πολλαπλούς πολέμους πραγματικούς, επί γης. Αυτά τα δύο είδη πολέμων δεν έχουν τις ίδιες διαστάσεις, ούτε τους ίδιους κανόνες, ακριβώς όπως συμβαίνει με την πραγματική και την εικονική οικονομία. Χρειάζεται να εξοικειωθούμε με αυτή τη σχεδόν οριστική κατανομή, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από αυτή την απόκλιση. Σίγουρα υπήρξαν η κρίση του 1929 και η έκρηξη στη Χιροσίμα, δηλαδή στιγμές εκρηκτικής μόλυνσης αυτών των δύο κόσμων, στιγμές όπου το κραχ και η πυρηνική έκρηξη συνέβησαν πραγματικά, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Ούτε το κεφάλαιο (όπως πίστευε ο Μαρξ) περνάει από το ένα κραχ στο άλλο, από τη μια κρίση στην άλλη, ούτε ο πόλεμος από τη μια πυρηνική έκρηξη στην άλλη. Το γεγονός συνέβη μία φορά, σε μια συγκεκριμένη στιγμή και αυτό είναι όλο. Αυτό που ακολουθεί είναι κάτι άλλο: είναι η υπερπραγματικότητα του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι η υπερπραγματικότητα των μέσων καταστροφής, αμφότερων σε τροχιά πάνω από τα κεφάλια μας σε ανύσματα που ξεφεύγουν από τα πάντα, αλλά που ευτυχώς ξεφεύγουν και από την πραγματικότητα. Υπερπραγματικότητες, είτε ο πόλεμος είτε το νόμισμα, κυκλοφορούν σε έναν χώρο απρόσιτο, αλλά που ταυτοχρόνως αφήνει τον κόσμο έτσι όπως είναι.
Τελικά η οικονομία συνεχίζει να παράγει, αν και η λογική συνέπεια των διακυμάνσεων της πλασματικής οικονομίας θα ήταν η εκμηδένιση της πραγματικής οικονομίας˙ ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, παρότι ένα χιλιοστό της διαθέσιμης πυρηνικής ισχύος αρκεί για να τον καταστρέψει. Ο τρίτος κόσμος αλλά και ο υπόλοιπος επιβιώνουν και όταν αναζητείται τρόπος να εξισορροπηθεί το χρέος τους, αρχίζει η κυκλοφορία του από τη μια τράπεζα στην άλλη, από τη μια χώρα στην άλλη, που το εξαγοράζουν αμοιβαίως˙ είναι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο που θα καταλήξουμε να το ξεχάσουμε, θέτοντάς το στην αντίστοιχη τροχιά με τα πυρηνικά απόβλητα και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμη.
Όταν το χρέος θα γίνει πολύ μεγάλο, θα αποπεμφθεί σε έναν εικονικό χώρο, όπου θα μοιάζει με μια παγωμένη καταστροφή σε τροχιά. Το χρέος γίνεται ένας δορυφόρος της γης, όπως ο πόλεμος και εκείνα τα κυμαινόμενα δισεκατομμύρια δολάρια που αποτελούν έναν σωρό ο οποίος γυρίζει ακατάπαυστα γύρω από τη γη. Και χωρίς αμφιβολία είναι καλύτερο που συμβαίνει έτσι. Όσο βρίσκονται σε τροχιά, ακόμη κι αν πρέπει κάποια στιγμή να εκραγούν στον χώρο (όπως τα χαμένα δισεκατομμύρια στο κραχ του 1987), ο κόσμος δεν αλλάζει˙ αυτό είναι ότι καλύτερο μπορούμε να ευχόμαστε. Η ορθολογική ελπίδα να συμφιλιώσουμε την πλασματική οικονομία με την πραγματική είναι καθ’ ολοκληρία ουτοπική: εκείνα τα δισεκατομμύρια δολάρια υπάρχουν μόνο εικονικά και δεν υφίστανται σύμφωνα με τους όρους της πραγματικής οικονομίας. Αν ως εκ θαύματος μπορούσαν να εισαχθούν εκ νέου στην πραγματική οικονομία, θα επρόκειτο πράγματι για μια καταστροφή. Με τον ίδιο τρόπο δεν προσπαθούμε να επανασυνδέσουμε τα δύο διαχωρισμένα μισά του πολέμου (όπως τα δύο μισά του Διχασμένου Υποκόμη του Ίταλο Καλβίνο): αφήνουμε τον εικονικό πόλεμο στην τροχιά του, γιατί το να μένει εκεί είναι αυτό που μας προστατεύει. Στην πιο ακραία του αφαίρεση, στην πιο τερατώδη εκκεντρικότητά του, το πυρηνικό είναι η καλύτερη μας προστασία. Συνηθίσαμε να ζούμε στη σκιά αυτών των τερατωδών εκκριμάτων: η βόμβα σε τροχιά, η χρηματιστική κερδοσκοπία, το παγκόσμιο χρέος, ο υπερπληθυσμός (για τον οποίο δεν έχουν βρεθεί ακόμη λύσεις τύπου τροχιάς, που θα αφορούσαν την κυκλοφορία και την κινητικότητα των πλεονασμάτων). Στη σημερινή τους κατάσταση εξορκίζονται μονάχα ως υπερβολές, ως υπερπραγματικότητα, αφήνοντας τον κόσμο κατά κάποια έννοια άθικτο, ελεύθερο στην απατηλότητά του.
Με τον Μαρξ φαντασιωθήκαμε το τέλος της πολιτικής οικονομίας, τη διάλυση των τάξεων και τη διαύγεια του κοινωνικού, όλα αυτά σύμφωνα με την αναπόφευκτη λογική της κρίσης του κεφαλαίου. Έπειτα φαντασιωθήκαμε την άρνηση των ίδιων των αξιωμάτων της πολιτικής οικονομίας και της ίδιας της μαρξιστικής κριτικής. Μια ριζοσπαστική εναλλακτική που αρνιόταν κάθε πρωτείο του οικονομικού και του πολιτικού, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Έτσι η πολιτική οικονομία καταργήθηκε απλώς σαν επιφαινόμενο, νικημένη από το ομοίωμά της και από μια ανώτερη λογική.
Σήμερα δεν μπορούμε ούτε καν να αφεθούμε σε αυτό το όνειρο του τέλους της πολιτικής οικονομίας. Αυτή εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μας μεταλλασσόμενη σε μια διαοικονομία της κερδοσκοπίας, που χλευάζει την ίδια τη λογική της (τον νόμο της αξίας και της αγοράς, την υπεραξία, τη λογική του κεφαλαίου) και που συνεπώς δεν έχει πια τίποτα να κάνει με το οικονομικό και το πολιτικό. Ξεκάθαρα ένα παιχνίδι των κυμαινόμενων και αυθαίρετων κανόνων, ένα παιχνίδι καταστροφής. Η πολιτική οικονομία έχει τελειώσει, αλλά όχι έτσι όπως προβλέψαμε και κατά τρόπο εντελώς ιδιαίτερο: αγανακτισμένη μέχρι βαθμό παρωδίας. Η κερδοσκοπία δεν είναι πια υπεραξία αλλά πέρα από την αξία, μια έκσταση της αξίας, χωρίς αναφορά στην παραγωγή, ούτε στις πραγματικές της συνθήκες. Είναι η καθαρή (και κενή) μορφή, η ιδιωτική μορφή της αξίας που ασχολείται μονάχα με τη δική της επανάσταση (στην υπό τροχιά κυκλοφορία της). Η πολιτική οικονομία αποσταθεροποιούμενη από μόνη της, με μια τρομακτική και κατά κάποιο τρόπο ειρωνική διαδικασία, διαγράφει κάθε εναλλακτική. Γιατί τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε ένα παιχνίδι ανατιμήσεων που, με τον τρόπο του, οικειοποιείται το σύνολο της συμβολικής ενέργειας του potlach, του πόκερ, για να προκαλέσει την ίδια τη λογική του; Είναι η μετάβαση στην αισθητική και παραληρηματική φάση της πολιτικής οικονομίας, που κατά βάθος την εξαλείφει με έναν τρόπο πολύ πιο αυθεντικό από ότι ήθελαν να κάνουν οι πολιτικές μας ουτοπίες.
Μπροστά σε αυτό το θανάσιμο άλμα, η θεωρία μπορεί να προβεί σε ένα διπλό θανάσιμο άλμα προκειμένου να αποκτήσει πλεονέκτημα;

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση «Volontà», νο 1-2, 1990.

.